3,241,698
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπήρετμος''': -ον, ὁ, ὁ καθήμενος παρὰ τὴν κώπην καὶ ἕτοιμος νὰ κωπηλατήσῃ, ἑταῖροι εἵατ’ ἐπήρετμοι Ὀδ. Β. 403: ([[οὕτως]], οἱ ἐπ’ ἐρετμὰ ἑζόμενοι Μ. 171)· ἐπ. πόνοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 76. 2) ὁ ἔχων κώπας, οὐ γὰρ οἱ πάρα [[νῆες]] ἐπήρετμοι Ὀδ. Ε. 16, Ξ. 224, κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήρετμοι· ἐπίκωποι». | |lstext='''ἐπήρετμος''': -ον, ὁ, ὁ καθήμενος παρὰ τὴν κώπην καὶ ἕτοιμος νὰ κωπηλατήσῃ, ἑταῖροι εἵατ’ ἐπήρετμοι Ὀδ. Β. 403: ([[οὕτως]], οἱ ἐπ’ ἐρετμὰ ἑζόμενοι Μ. 171)· ἐπ. πόνοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 76. 2) ὁ ἔχων κώπας, οὐ γὰρ οἱ πάρα [[νῆες]] ἐπήρετμοι Ὀδ. Ε. 16, Ξ. 224, κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήρετμοι· ἐπίκωποι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se penche sur une rame;<br /><b>2</b> garni de rames.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐρετμόν]]. | |||
}} | }} |