ἐπήρετμος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἐπήρετμον,
A at the oar, ἑταῖροι ἥατ' ἐπήρετμοι Od.2.403; ἐ. πόνοι Opp.H.4.76.
2 equipped with oars, νῆες Od.5.16, 14.224, al.
German (Pape)
[Seite 921] am Ruder, rudernd, ἑταῖροι Od. 2, 403; mit Rudern versehen, νῆες Od. 5, 16. 14, 224.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se penche sur une rame;
2 garni de rames.
Étymologie: ἐπί, ἐρετμόν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπήρετμος:
1 сидящий у весла, гребущий (ἑταῖροι Hom.);
2 снабженный веслами, весельный (νῆες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήρετμος: -ον, ὁ, ὁ καθήμενος παρὰ τὴν κώπην καὶ ἕτοιμος νὰ κωπηλατήσῃ, ἑταῖροι εἵατ’ ἐπήρετμοι Ὀδ. Β. 403: (οὕτως, οἱ ἐπ’ ἐρετμὰ ἑζόμενοι Μ. 171)· ἐπ. πόνοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 76. 2) ὁ ἔχων κώπας, οὐ γὰρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι Ὀδ. Ε. 16, Ξ. 224, κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήρετμοι· ἐπίκωποι».
English (Autenrieth)
(ἐρετμός): at the oar, Od. 2.403; furnished with oars; νῆες, δ, Od. 5.16.
Greek Monolingual
ἐπήρετμος, -ον (Α)
1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει
2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιά («νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. στρατηγός < στρατός + άγω)].
Greek Monotonic
ἐπήρετμος: -ον (ἐρέτμος),
1. αυτός που βρίσκεται στο κουπί, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός που έχει κουπιά, νῆες, στο ίδ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐρέσσω
Middle Liddell
ἐπ-ήρετμος, ον [ἐρέτμος]
1. at the oar, Od.
2. equipt with oars, νῆες Od.
Frisk Etymology German
ἐπήρετμος: {epḗretmos}
Meaning: Beiw. von νῆες mit Rudern versehen, von ἑταῖροι an den Rudern sitzend (Od.); auch von πόνοι (Opp. H. 4, 76).
Etymology: Bahuvrihikompositum, sekundär auch Hypostase von ἔπι (ἐπὶ) und ἐρετμόν mit kompositioneller Dehnung. Strömberg Prefix Studies 79, 83, 135; Forster Ἐπίχρυσος 17.
Page 1,535