ἐπήρετμος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήρετμος Medium diacritics: ἐπήρετμος Low diacritics: επήρετμος Capitals: ΕΠΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: epḗretmos Transliteration B: epēretmos Transliteration C: epiretmos Beta Code: e)ph/retmos

English (LSJ)

ἐπήρετμον,
A at the oar, ἑταῖροι ἥατ' ἐπήρετμοι Od.2.403; ἐ. πόνοι Opp.H.4.76.
2 equipped with oars, νῆες Od.5.16, 14.224, al.

German (Pape)

[Seite 921] am Ruder, rudernd, ἑταῖροι Od. 2, 403; mit Rudern versehen, νῆες Od. 5, 16. 14, 224.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se penche sur une rame;
2 garni de rames.
Étymologie: ἐπί, ἐρετμόν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπήρετμος:
1 сидящий у весла, гребущий (ἑταῖροι Hom.);
2 снабженный веслами, весельный (νῆες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήρετμος: -ον, ὁ, ὁ καθήμενος παρὰ τὴν κώπην καὶ ἕτοιμος νὰ κωπηλατήσῃ, ἑταῖροι εἵατ’ ἐπήρετμοι Ὀδ. Β. 403: (οὕτως, οἱ ἐπ’ ἐρετμὰ ἑζόμενοι Μ. 171)· ἐπ. πόνοι Ὀππ. Ἁλ. 4. 76. 2) ὁ ἔχων κώπας, οὐ γὰρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι Ὀδ. Ε. 16, Ξ. 224, κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπήρετμοι· ἐπίκωποι».

English (Autenrieth)

(ἐρετμός): at the oar, Od. 2.403; furnished with oars; νῆες, δ, Od. 5.16.

Greek Monolingual

ἐπήρετμος, -ον (Α)
1. (για κωπηλάτες) αυτός που κάθεται κοντά στο κουπί έτοιμος να κωπηλατήσει
2. (για πλοίο) ο εφοδιασμένος με κουπιάνῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερετμόν «κουπί», το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. στρατηγός < στρατός + άγω)].

Greek Monotonic

ἐπήρετμος: -ον (ἐρέτμος),
1. αυτός που βρίσκεται στο κουπί, σε Ομήρ. Οδ.
2. αυτός που έχει κουπιά, νῆες, στο ίδ.

Frisk Etymological English

See also: s. ἐρέσσω

Middle Liddell

ἐπ-ήρετμος, ον [ἐρέτμος]
1. at the oar, Od.
2. equipt with oars, νῆες Od.

Frisk Etymology German

ἐπήρετμος: {epḗretmos}
Meaning: Beiw. von νῆες mit Rudern versehen, von ἑταῖροι an den Rudern sitzend (Od.); auch von πόνοι (Opp. H. 4, 76).
Etymology: Bahuvrihikompositum, sekundär auch Hypostase von ἔπι (ἐπὶ) und ἐρετμόν mit kompositioneller Dehnung. Strömberg Prefix Studies 79, 83, 135; Forster Ἐπίχρυσος 17.
Page 1,535