Anonymous

ἐπιτροπεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτροπεύω''': εἶμαι [[ἐπίτροπος]], [[ἐπιτροπεύω]], [[διευθύνω]], φυλάττω, ἐπιστατῶ, 1) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 134, Ξεν. Οἰκ. 12, 8., 13, 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 519, κτλ.· τινὶ Πλάτ. Νόμ. 849Β. 2) [[μετὰ]] γεν., Λεωβώτεω Ἡρόδ. 1. 65· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χώρας, Αἰγύπτου ἐπ. ὁ αὐτ. 3. 15· τοῦ πλήθεος [[αὐτόθι]] 82· Βαβυλῶνος ὁ αὐτ. 7. 62· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ., τῆς χώρας ἧς ἐπετροπεύοντο Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 6. 3) μετ’ αἰτ., κυβερνῶ, διοικῶ, τὴν πατρίδα Ἡρόδ. 3. 36· τὴν πόλιν ὁ αὐτ. 8. 127, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 519Β· τὸν δῆμον οἷός τ’ ἐπιτροπεύειν εἴμ’ ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἱππ. 212. 426, 949· τὴν κτῆσιν Πλάτ. Νόμ. 877C· μετ’ αἰτ. προσ., ἐπ. τινά, εἶμαι [[φύλαξ]] καὶ ἐπίτροπός τινος, Θουκ. 1. 132, Λυσ. 116. 31. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἐπιτρόπους, ὁ αὐτ. 894. 3, Ἰσαῖος 36. 7. κλ.· κακῶς... ἐπιτροπευθῆναι Πλάτ. Νόμ. 928C, πρβλ. Δημ. 814. 27· [[οὕτως]] ἐπιτροπευθεὶς ὁ αὐτ. 829. 9. ΙΙ = [[ἐπιτρέπω]], δίαιταν Ἰσ. 54. 6.
|lstext='''ἐπιτροπεύω''': εἶμαι [[ἐπίτροπος]], [[ἐπιτροπεύω]], [[διευθύνω]], φυλάττω, ἐπιστατῶ, 1) ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 134, Ξεν. Οἰκ. 12, 8., 13, 1. Συλλ. Ἐπιγρ. 519, κτλ.· τινὶ Πλάτ. Νόμ. 849Β. 2) [[μετὰ]] γεν., Λεωβώτεω Ἡρόδ. 1. 65· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χώρας, Αἰγύπτου ἐπ. ὁ αὐτ. 3. 15· τοῦ πλήθεος [[αὐτόθι]] 82· Βαβυλῶνος ὁ αὐτ. 7. 62· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ., τῆς χώρας ἧς ἐπετροπεύοντο Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 6. 3) μετ’ αἰτ., κυβερνῶ, διοικῶ, τὴν πατρίδα Ἡρόδ. 3. 36· τὴν πόλιν ὁ αὐτ. 8. 127, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 519Β· τὸν δῆμον οἷός τ’ ἐπιτροπεύειν εἴμ’ ἐγὼ Ἀριστοφ. Ἱππ. 212. 426, 949· τὴν κτῆσιν Πλάτ. Νόμ. 877C· μετ’ αἰτ. προσ., ἐπ. τινά, εἶμαι [[φύλαξ]] καὶ ἐπίτροπός τινος, Θουκ. 1. 132, Λυσ. 116. 31. ― Παθ., διατελῶ ὑπὸ ἐπιτρόπους, ὁ αὐτ. 894. 3, Ἰσαῖος 36. 7. κλ.· κακῶς... ἐπιτροπευθῆναι Πλάτ. Νόμ. 928C, πρβλ. Δημ. 814. 27· [[οὕτως]] ἐπιτροπευθεὶς ὁ αὐτ. 829. 9. ΙΙ = [[ἐπιτρέπω]], δίαιταν Ἰσ. 54. 6.
}}
{{bailly
|btext=être intendant <i>ou</i> gouverneur : τινος d’un pays, d’une ville, <i>etc., ou</i> de qqn ; <i>avec</i> acc. : πόλιν HDT administrer une ville ; τινα être tuteur <i>ou</i> gouverneur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτροπος]].
}}
}}