3,277,243
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρως''': -ωτος, ὁ: περὶ τῆς δοτ. ἔρῳ ἀντὶ ἔρωτι ἴδε ἐν λ. [[ἔρος]]˙ παρὰ ποιητ. ἔχομεν αἰτ. ἔρων ἀντὶ ἔρωτα, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 459 (9. 39): ([[ἔραμαι]], [[ἐράω]]). Νεώτερος [[τύπος]] τοῦ Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[ἔρος]], [[ἔνθερμος]] [[ἀγάπη]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ σαρκικοῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν πάθους (περὶ τῶν Ὁμηρικῶν χωρίων ἴδε ἐν λ. [[ἔρος]])˙ [[ἔρως]] θηλυκρατὴς Αἰσχύλ. Χο. 600˙ [[ἔρως]] ἀνίκατε μάχαν κτλ. Σοφ. Ἀντ. 781 κἑξ.˙ ἔρωτ’ ἐρᾶν Εὐρ. Ἱππ. 32˙ ὁ τῆσδ’ [[ἔρως]], ὁ πρὸς αὐτὴν [[ἔρως]], Σοφ. Τρ. 433, Εὐρ. Ἴων. 67˙ [[πρός]] τινα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, ἐν ἀρχῇ: - [[καθόλου]], [[ἔρως]], ἐπιθυμία πράγματός τινος, [[ἔρως]] πατρῴας τῆσδε γῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 540, Εὐμ. 865, κτλ.˙ [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 782 Ε˙ [[πρός]] τι Λουκ. Νιγρ. ἐν ἀρχῇ: ἔχω ἔρωτά τινος Ἡρόδ. 5. 32˙ [[ἔρως]] ἔχει με Αἰσχύλ. Ἱκ. 521, Σοφ. Ἀποσπ. 690˙ [[ἔρως]] ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 368˙ [[ἔρως]] ἐμπίπτει μοι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 341, Θουκ. 6. 24˙ εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι Ἀντιφάνης ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 3˙ ἐλθεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2: - ἐν τῷ πληθ. ἔρωτες, Λατ. amores, Πινδ. Ν. 3. 51, κτλ.˙ οὐχ ὅσιοι ἔρ. Εὐρ. Ἱππ. 764˙ ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ἀριστοφ. Ὄρν. 1316, κτλ. 2) τὸ [[πρᾶγμα]] ὃ ἐρᾷ τις, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, «τῶν οὖν ἀμηχάνων ἐρώτων, φησίν, ἐπιθυμίαι ὀξυτέρας ἔχουσι τὰς μανίας» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. ἐν τέλ.˙ οὐδ’ ἐπ’ ἀδείας χρωμένους τῷ ἔρωτι κυρίους γε ὄντας, ἐπὶ φιλαργύρων, Λουκ. Τίμ. 14. 3) ἐν Σοφ. Αἴ. 693, ἐπὶ ὑπερβολικῆς χαρᾶς, πρβλ. [[φρίσσω]] ΙΙ. 4. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], ὁ θεὸς Ἔρως, Amor, Ἀνακρ. 64, Σοφ. Ἀντ. 781, Εὐρ. Ἱππ. 525 κἑξ., κτλ.˙ ὁ ἀρχαιότατος τῶν θεῶν καθ’ Ἡσ. (ἴδε [[ἔρος]]), πρβλ. Παρμεν. 132: - ἐν τῷ πληθ., Σιμωνίδ. 116, κτλ.˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου mater Cupidinum. | |lstext='''ἔρως''': -ωτος, ὁ: περὶ τῆς δοτ. ἔρῳ ἀντὶ ἔρωτι ἴδε ἐν λ. [[ἔρος]]˙ παρὰ ποιητ. ἔχομεν αἰτ. ἔρων ἀντὶ ἔρωτα, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 459 (9. 39): ([[ἔραμαι]], [[ἐράω]]). Νεώτερος [[τύπος]] τοῦ Ἐπικ. καὶ Λυρ. [[ἔρος]], [[ἔνθερμος]] [[ἀγάπη]], κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ σαρκικοῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν πάθους (περὶ τῶν Ὁμηρικῶν χωρίων ἴδε ἐν λ. [[ἔρος]])˙ [[ἔρως]] θηλυκρατὴς Αἰσχύλ. Χο. 600˙ [[ἔρως]] ἀνίκατε μάχαν κτλ. Σοφ. Ἀντ. 781 κἑξ.˙ ἔρωτ’ ἐρᾶν Εὐρ. Ἱππ. 32˙ ὁ τῆσδ’ [[ἔρως]], ὁ πρὸς αὐτὴν [[ἔρως]], Σοφ. Τρ. 433, Εὐρ. Ἴων. 67˙ [[πρός]] τινα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 48, ἐν ἀρχῇ: - [[καθόλου]], [[ἔρως]], ἐπιθυμία πράγματός τινος, [[ἔρως]] πατρῴας τῆσδε γῆς Αἰσχύλ. Ἀγ. 540, Εὐμ. 865, κτλ.˙ [[περί]] τι Πλάτ. Νόμ. 782 Ε˙ [[πρός]] τι Λουκ. Νιγρ. ἐν ἀρχῇ: ἔχω ἔρωτά τινος Ἡρόδ. 5. 32˙ [[ἔρως]] ἔχει με Αἰσχύλ. Ἱκ. 521, Σοφ. Ἀποσπ. 690˙ [[ἔρως]] ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 368˙ [[ἔρως]] ἐμπίπτει μοι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 341, Θουκ. 6. 24˙ εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι Ἀντιφάνης ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 3˙ ἐλθεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 2: - ἐν τῷ πληθ. ἔρωτες, Λατ. amores, Πινδ. Ν. 3. 51, κτλ.˙ οὐχ ὅσιοι ἔρ. Εὐρ. Ἱππ. 764˙ ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ἀριστοφ. Ὄρν. 1316, κτλ. 2) τὸ [[πρᾶγμα]] ὃ ἐρᾷ τις, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι, «τῶν οὖν ἀμηχάνων ἐρώτων, φησίν, ἐπιθυμίαι ὀξυτέρας ἔχουσι τὰς μανίας» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 11. ἐν τέλ.˙ οὐδ’ ἐπ’ ἀδείας χρωμένους τῷ ἔρωτι κυρίους γε ὄντας, ἐπὶ φιλαργύρων, Λουκ. Τίμ. 14. 3) ἐν Σοφ. Αἴ. 693, ἐπὶ ὑπερβολικῆς χαρᾶς, πρβλ. [[φρίσσω]] ΙΙ. 4. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], ὁ θεὸς Ἔρως, Amor, Ἀνακρ. 64, Σοφ. Ἀντ. 781, Εὐρ. Ἱππ. 525 κἑξ., κτλ.˙ ὁ ἀρχαιότατος τῶν θεῶν καθ’ Ἡσ. (ἴδε [[ἔρος]]), πρβλ. Παρμεν. 132: - ἐν τῷ πληθ., Σιμωνίδ. 116, κτλ.˙ πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου mater Cupidinum. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωτος (ὁ) :<br /><b>I.</b> désir des sens, amour :<br /><b>1</b> <i>avec un rég. de pers.</i> : τινος, pour qqn;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de chose</i>, désir passionné, passion : ἔχειν ἔρωτά τινος avec l’inf. HDT avoir un ardent désir de qch ; [[ἔρως]] [[ἐστί]] μοι avec l’inf. SOPH j’ai un ardent désir de ; [[ἔρως]] ἐμπίπτει μοι avec l’inf. ESCHL il me naît un grand désir de;<br /><b>3</b> excitation de l’âme ; <i>en b. part</i> allégresse : ἔφριξ’ ἔρωτι SOPH j’ai tressailli, <i>càd</i> je tressaille d’allégresse;<br /><b>II.</b> objet d’amour.<br />'''Étymologie:''' [[ἐράω]]. | |||
}} | }} |