Anonymous

ἐσθλός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐσθλός''': -ή, -όν, Δωρ. [[ἐσλός]], ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, Ἀνθ. Π. 9. 156., 6. 240. (Ἐκ τῆς √ΕΣ, [[εἰμὶ]] (ἐσμί), κατὰ τὸν Κούρτ.· πρβλ. Σανσκρ. sat (ὤν, bonus), su-(εὖ), sv-astis ([[εὐεστώ]]). Ποιητ. ἐπίθ. = τῷ [[ἀγαθός]], καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἢ (ὡς συνήθως) ἐπὶ ἀρχηγῶν, ἢ καὶ ἐπὶ χοιροβοσκοῦ, ὡς ἐν Ὀδ. Ο. 557· ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Β. 348· ἐσθλὸς ἔν τινι Ἰλ. Ο. 283· ἀκολούθως μετ’ ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 106, κτλ.: - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ πολλὰς σχέσεις, 1) ἐπὶ προσώπων, ἐκ τῆς κοινῆς παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις ἰδέας περὶ ὑπεροχῆς καὶ ἐξοχότητος, [[ἀγαθός]], [[γενναῖος]], [[ἰσχυρός]], Ὅμ., ἰδίως ὲν τῇ Ἰλ.· [[ὡσαύτως]], [[ὄλβιος]], [[πλούσιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 212· καὶ ἀκολούθως, [[εὐγενής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακός (ἴδε ἐν λέξει [[ἀγαθός]] ΙΙ), εἴτ’ [[εὐγενής]] πέφυκας εἴτ’ ἐσθλῶν κακή Σοφ. Ἀντ. 38· ἐσθλοῦ πατρὸς [[παῖς]]· ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 96· ἀπ’ ἐσθλῶν δωμάτων Εὐριπ. Ἀνδρ. 772, κτλ.· πρβλ. Welcker ἐν προοιμ. Θεόγν. σ. XXII· ἐπὶ εὐγενῶν ἵππων, Ἰλ. Ψ. 348. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, [[νόος]], [[μένος]], [[κλέος]], κτλ., Ὅμ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· ἔσθλ’ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Ὀδ. Ρ. 66· ἐσθλὸς εἴς τινα, [[καλός]], [[πιστός]], Σοφ. Ἠλ. 24· τινι Ναυμάχιος 48. 3) ἐπὶ πραγμάτων, κτλ., φάρμακα, τεύχεα, κτήματα, κειμήλια, κτλ., Ὅμ. καὶ Ἀττ. 4) εὐοίωνος, [[αἴσιος]], [[καλός]], [[τυχηρός]], ὄρνιθες Ὀδ. Ω. 311· [[ὕπαρ]] Τ. 547· [[μοῖρα]], [[γάμος]], κτλ., Τραγ. 5) ὡς οὐσιαστ., ἐσθλά, τά, ἀγαθὰ (δηλ. πράγματα), πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Ὀδ. Κ. 523· εἴ τις ἐσλά πέπαται Πινδ. Π. 8. 103· - ἀλλὰ ἐσθλόν, τό, καλή [[τύχη]], [[εὐτυχία]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κακόν, Ἰλ. Ω. 530· παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Ὀδ. Ο. 488· ἐσλὸν βαθὺ Πινδ. Ο. 12. 17. 6) ἐσθλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] καλόν, συμφέρον νά..., Ἰλ. Ω. 301. - Ποιητικὴ [[λέξις]] ᾗ χρῆται καὶ ὁ Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 441Β, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 19 (ἐν Ἰων. διαλέκτ.), κτλ.
|lstext='''ἐσθλός''': -ή, -όν, Δωρ. [[ἐσλός]], ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, Ἀνθ. Π. 9. 156., 6. 240. (Ἐκ τῆς √ΕΣ, [[εἰμὶ]] (ἐσμί), κατὰ τὸν Κούρτ.· πρβλ. Σανσκρ. sat (ὤν, bonus), su-(εὖ), sv-astis ([[εὐεστώ]]). Ποιητ. ἐπίθ. = τῷ [[ἀγαθός]], καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἢ (ὡς συνήθως) ἐπὶ ἀρχηγῶν, ἢ καὶ ἐπὶ χοιροβοσκοῦ, ὡς ἐν Ὀδ. Ο. 557· ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Β. 348· ἐσθλὸς ἔν τινι Ἰλ. Ο. 283· ἀκολούθως μετ’ ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 106, κτλ.: - [[ἐντεῦθεν]] κατὰ πολλὰς σχέσεις, 1) ἐπὶ προσώπων, ἐκ τῆς κοινῆς παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις ἰδέας περὶ ὑπεροχῆς καὶ ἐξοχότητος, [[ἀγαθός]], [[γενναῖος]], [[ἰσχυρός]], Ὅμ., ἰδίως ὲν τῇ Ἰλ.· [[ὡσαύτως]], [[ὄλβιος]], [[πλούσιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 212· καὶ ἀκολούθως, [[εὐγενής]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακός (ἴδε ἐν λέξει [[ἀγαθός]] ΙΙ), εἴτ’ [[εὐγενής]] πέφυκας εἴτ’ ἐσθλῶν κακή Σοφ. Ἀντ. 38· ἐσθλοῦ πατρὸς [[παῖς]]· ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 96· ἀπ’ ἐσθλῶν δωμάτων Εὐριπ. Ἀνδρ. 772, κτλ.· πρβλ. Welcker ἐν προοιμ. Θεόγν. σ. XXII· ἐπὶ εὐγενῶν ἵππων, Ἰλ. Ψ. 348. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, [[νόος]], [[μένος]], [[κλέος]], κτλ., Ὅμ., καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· ἔσθλ’ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Ὀδ. Ρ. 66· ἐσθλὸς εἴς τινα, [[καλός]], [[πιστός]], Σοφ. Ἠλ. 24· τινι Ναυμάχιος 48. 3) ἐπὶ πραγμάτων, κτλ., φάρμακα, τεύχεα, κτήματα, κειμήλια, κτλ., Ὅμ. καὶ Ἀττ. 4) εὐοίωνος, [[αἴσιος]], [[καλός]], [[τυχηρός]], ὄρνιθες Ὀδ. Ω. 311· [[ὕπαρ]] Τ. 547· [[μοῖρα]], [[γάμος]], κτλ., Τραγ. 5) ὡς οὐσιαστ., ἐσθλά, τά, ἀγαθὰ (δηλ. πράγματα), πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Ὀδ. Κ. 523· εἴ τις ἐσλά πέπαται Πινδ. Π. 8. 103· - ἀλλὰ ἐσθλόν, τό, καλή [[τύχη]], [[εὐτυχία]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κακόν, Ἰλ. Ω. 530· παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Ὀδ. Ο. 488· ἐσλὸν βαθὺ Πινδ. Ο. 12. 17. 6) ἐσθλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., [[εἶναι]] καλόν, συμφέρον νά..., Ἰλ. Ω. 301. - Ποιητικὴ [[λέξις]] ᾗ χρῆται καὶ ὁ Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 441Β, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 19 (ἐν Ἰων. διαλέκτ.), κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>en parl. de pers.</i><br /><b>1</b> probe, honnête;<br /><b>2</b> courageux, viril;<br /><b>3</b> noble, de noble race ; de nobles sentiments, généreux : [[εἴς]] τινα, fidèle envers qqn;<br /><b>4</b> riche;<br /><b>5</b> habile : ἔν τινι, en qch;<br /><b>6</b> sensé, sage, prudent;<br /><b>II.</b> <i>en parl. de choses</i>;<br /><b>1</b> efficace, utile ; ἐσθλόν ἐστι avec l’inf. il est bon de, <i>etc.</i><br /><b>2</b> heureux, favorable ; τὸ ἐσθλόν IL le bonheur;<br /><b>3</b> précieux (biens, richesses, <i>etc.</i>) ; τὰ ἐσθλά OD les biens.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot d’étym. incertaine.
}}
}}