3,274,418
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτυχής''': -ές, ([[ἐπιτυγχάνω]]), ὁ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, [[ἀποτελεσματικός]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἀποτυχής]], ἐν τῷ Συγκρ. (Πλάτ. Σίσυφ. 391D)· [[κότος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 744· ἔν τινι Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, Διόδ. 4. 83· κατά τι Πολύβ. 5. 102, 1· [[μετὰ]] γεν., ἐπ. τῶν καιρῶν [[δόξα]], ἥτις ἀείποτε ἐπιτυγχάνει, Ἰσοκρ. 239 Α. ― Ἐπίρρ., ἐπιτυχῶς εἰπεῖν Πλάτ. Φίλ. 38D· διειλέχθαι Ἰσοκρ. 280D. ΙΙ. Παθ., [[εὔκολος]] εἰς τὸ νὰ κτυπήσῃ τις αὐτόν, εὔβλητοι καὶ ἐπ. Ἀππ. Συρ. 25. | |lstext='''ἐπιτυχής''': -ές, ([[ἐπιτυγχάνω]]), ὁ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ, [[ἀποτελεσματικός]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἀποτυχής]], ἐν τῷ Συγκρ. (Πλάτ. Σίσυφ. 391D)· [[κότος]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 744· ἔν τινι Ἀριστ. περὶ τῆς καθ’ ὕπν. μαντικῆς 2, Διόδ. 4. 83· κατά τι Πολύβ. 5. 102, 1· [[μετὰ]] γεν., ἐπ. τῶν καιρῶν [[δόξα]], ἥτις ἀείποτε ἐπιτυγχάνει, Ἰσοκρ. 239 Α. ― Ἐπίρρ., ἐπιτυχῶς εἰπεῖν Πλάτ. Φίλ. 38D· διειλέχθαι Ἰσοκρ. 280D. ΙΙ. Παθ., [[εὔκολος]] εἰς τὸ νὰ κτυπήσῃ τις αὐτόν, εὔβλητοι καὶ ἐπ. Ἀππ. Συρ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui atteint le but ; <i>fig.</i> qui obtient ce qu’il souhaite, qui réussit, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτυγχάνω]]. | |||
}} | }} |