3,274,418
edits
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui atteint le but ; <i>fig.</i> qui obtient ce qu’il souhaite, qui réussit, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτυγχάνω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui atteint le but ; <i>fig.</i> qui obtient ce qu’il souhaite, qui réussit, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτυγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιτυχής]])<br /><b>1.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]] (α. «[[επιτυχής]] [[βολή]], [[εκλογή]]» κ.λπ.<br />β. «επιτυχείς αγώνες»)<br /><b>2.</b> αυτός που έγινε καλά, ο [[σύμφωνος]] ή [[ανάλογος]] με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να [[είναι]] (α. «[[επιτυχής]] [[συμφωνία]]» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με [[επιτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτυχώς</i> (AM ἐπιτυχῶς)<br />με [[επιτυχία]], εύστοχα, πετυχημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i>. Το β’ συνθετικό -<i>τυχής</i> εμφανίζει το θ. <i>τυχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έτυχ</i>-<i>ον</i>, <i>τύχ</i>-<i>η</i>) και απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>τυχής</i>, <i>δυσ</i>-<i>τυχής</i>)]. | |||
}} | }} |