Anonymous

εὔαθλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔαθλος''': -ον, ὁ εὐδοκιμῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Ι. 5 (6). 3· ὡς [[ὄνομα]] κύριον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 710. ΙΙ. ὁ [[καλῶς]] κερδηθείς, εὐάθλων γεράων Ἀνθ. Πλαν. 4. 363.
|lstext='''εὔαθλος''': -ον, ὁ εὐδοκιμῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Ι. 5 (6). 3· ὡς [[ὄνομα]] κύριον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 710. ΙΙ. ὁ [[καλῶς]] κερδηθείς, εὐάθλων γεράων Ἀνθ. Πλαν. 4. 363.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui combat avec honneur <i>ou</i> succès;<br /><b>2</b> glorieusement disputé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἆθλον]].
}}
}}