εὔαθλος

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαθλος Medium diacritics: εὔαθλος Low diacritics: εύαθλος Capitals: ΕΥΑΘΛΟΣ
Transliteration A: eúathlos Transliteration B: euathlos Transliteration C: eyathlos Beta Code: eu)/aqlos

English (LSJ)

εὔαθλον,
A successful in contests, Pi.I.6(5).3.
II happily won, γέρα APl.5.363.

German (Pape)

[Seite 1055] glücklich kämpfend, Pind. I. 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui combat avec honneur ou succès;
2 glorieusement disputé.
Étymologie: εὖ, ἆθλον.

Russian (Dvoretsky)

εὔαθλος: успешно борющийся, побеждающий Pind.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαθλος: -ον, ὁ εὐδοκιμῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Ι. 5 (6). 3· ὡς ὄνομα κύριον ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 710. ΙΙ. ὁ καλῶς κερδηθείς, εὐάθλων γεράων Ἀνθ. Πλαν. 4. 363.

Greek Monolingual

εὔαθλος και εὐάεθλος, -ον (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.)
2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αθλος (< άθλον), πρβλ. πένταθλος].

Greek Monotonic

εὔαθλος: -ον, αυτός που έχει κερδηθεί με θεμιτό τρόπο, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-αθλος, ον
happily won, Anth.