Anonymous

ἑστίαμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑστίᾱμα''': τό, ([[ἑστιάω]]) [[ἑστίασις]], φίλευμα, τά Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάσματα Εὐρ. Ι. Τ. 387· μεταφ., ἐμπιπλάς ὀργήν κακῶν ἑστιαμάτων Πλάτ. Νομ. 935Α.
|lstext='''ἑστίᾱμα''': τό, ([[ἑστιάω]]) [[ἑστίασις]], φίλευμα, τά Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάσματα Εὐρ. Ι. Τ. 387· μεταφ., ἐμπιπλάς ὀργήν κακῶν ἑστιαμάτων Πλάτ. Νομ. 935Α.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />banquet, festin.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]].
}}
}}