Anonymous

εὐβάστακτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐβάστακτος''': -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, [[μηχανή]] Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. [[καλῶς]] ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.
|lstext='''εὐβάστακτος''': -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, [[μηχανή]] Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. [[καλῶς]] ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à porter;<br /><b>2</b> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βαστάζω]].
}}
}}