εὐβάστακτος
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
εὐβάστακτον,
A easy to carry or move, μηχανή Hdt.2.125, cf. Arist.Rh.1373a32, Pol.1257a34; ἐλαφροὶ καὶ εὐ. Corn.ND30; τοῖς ὠταρίοις by the ears (handles), Demoph.Sim.3.
II well-supported, Hp.Fract.30 (dub. sens.).
German (Pape)
[Seite 1058] leicht zu tragen, Her. 2, 125 u. öfter bei Folgdn; leicht zu ertragen, Arist. polit. 1, 9 rhet. 1, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à porter;
2 facile à supporter.
Étymologie: εὖ, βαστάζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐβάστακτος:
1 удобопереносимый, переносный (μηχανή Her.; πλείοσι Plut.);
2 перен. легко выносимый (τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐβάστακτος: -ον, ὃν εὐκόλως φέρει τις ἢ κινεῖ, μηχανή Ἡρόδ. 2… 15. 2) ὃν εὐκόλως φέρει ἢ ὑποφέρει τις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 34, Πολιτικ. 1. 9, 8. ΙΙ. καλῶς ὑποστηριζόμενος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 772.
Greek Monolingual
εὐβάστακτος, -ον (ΑΜ)
αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να βαστήξει για να μετακινήσει ή να μεταφέρει
αρχ.
(για νόσο) εκείνη την οποία εύκολα υποφέρει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βαστακτός (< βαστάζω), πρβλ. αβάστακτος].
Greek Monotonic
εὐβάστακτος: -ον, αυτός που εύκολα μεταφέρεται ή μετακινείται, ελαφρύς, σε Ηρόδ.