Anonymous

ἑρπετόν: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑρπετόν''': τό, ([[ἕρπω]]) [[κτῆνος]] ἢ ζῶον βαδίζον ἐπὶ τῶν τεσσάρων ποδῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἄνθρωπον βαδίζοντα ἐπὶ τῶν δύο ποδῶν, Ὀδ. Δ. 418· [[ὄφις]] καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Ἡρόδ. 4. 183· τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκεν… ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 11· ἑρπετά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πετεινά, Ἡροδ. 1. 140, πρβλ. Θεόκρ. 15. 118, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1240: - ἐν Πινδ. Π. 1. 47 τὸ ἑκατὸν κεφαλὰς ἔχον [[τέρας]] ὁ Τυφὼς καλεῖται [[ἑρπετόν]], πρβλ. Καλλ. εἰς Δία 13· πυκινώτατον [[ἑρπετόν]], ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Πινδ. Ἀποσπ. 73· ἐπὶ ἐντόμων, Σιμωνίδ. 12, Νικ. Ἀποσπ. 2. 46. ΙΙ. ἰδίως τὸ ἐπὶ τῆς κοιλίας ἕρπον, «[[ἑρπετόν]]», [[μάλιστα]] ὁ [[ὄφις]], Εὐρ. Ἀνδρ. 269, Θεοκρ. 24. 56· ἑρπετά τε καὶ δακετὰ πάντα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1069.
|lstext='''ἑρπετόν''': τό, ([[ἕρπω]]) [[κτῆνος]] ἢ ζῶον βαδίζον ἐπὶ τῶν τεσσάρων ποδῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἄνθρωπον βαδίζοντα ἐπὶ τῶν δύο ποδῶν, Ὀδ. Δ. 418· [[ὄφις]] καὶ σαύρας καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἑρπετῶν Ἡρόδ. 4. 183· τοῖς μὲν ἄλλοις ἑρπετοῖς πόδας ἔδωκεν… ἀνθρώπῳ δὲ καὶ χεῖρας Ξεν. Ἀπομν. 1. 4. 11· ἑρπετά, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πετεινά, Ἡροδ. 1. 140, πρβλ. Θεόκρ. 15. 118, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1240: - ἐν Πινδ. Π. 1. 47 τὸ ἑκατὸν κεφαλὰς ἔχον [[τέρας]] ὁ Τυφὼς καλεῖται [[ἑρπετόν]], πρβλ. Καλλ. εἰς Δία 13· πυκινώτατον [[ἑρπετόν]], ἐπὶ κυνηγετικοῦ κυνός, Πινδ. Ἀποσπ. 73· ἐπὶ ἐντόμων, Σιμωνίδ. 12, Νικ. Ἀποσπ. 2. 46. ΙΙ. ἰδίως τὸ ἐπὶ τῆς κοιλίας ἕρπον, «[[ἑρπετόν]]», [[μάλιστα]] ὁ [[ὄφις]], Εὐρ. Ἀνδρ. 269, Θεοκρ. 24. 56· ἑρπετά τε καὶ δακετὰ πάντα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1069.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (τό) :<br /><b>1</b> tout ce qui rampe <i>ou</i> se traîne, bête, animal;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> reptile, serpent.<br />'''Étymologie:''' [[ἕρπω]].
}}
}}