Anonymous

εὐήθεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐήθεια''': παρὰ Τραγ. [[ὡσαύτως]] [[εὐηθία]], Ἰων. -ίη, ἡ: - [[ἀγαθότης]] ἤθους, [[ἁπλότης]], [[τιμιότης]], Πλάτ. Πολ. 348C, Δημ. 717. 2· δι’ εὐηθίην, [[ἕνεκα]] τῆς καλῆς [[αὐτοῦ]] διαθέσεως (οὐχὶ [[ἄνευ]] εἰρωνείας), Ἡρόδ. 3. 140. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[μωρία]], [[ἄνοια]], [[βλακεία]], ἐς τοσοῦτο εὐηθίης ἀνήκει τοῦτο Ἡρόδ. 7. 16, 3, πρβλ. 1. 60· κουφόνουν τ’ εὐηθίαν Αἰσχύλ. Πρ. 383· ἀλλ’ [[ἀνωφελής]] εὐηθίᾳ κατ’ οἶκον ἵδρυται γυνὴ Εὐρ.
|lstext='''εὐήθεια''': παρὰ Τραγ. [[ὡσαύτως]] [[εὐηθία]], Ἰων. -ίη, ἡ: - [[ἀγαθότης]] ἤθους, [[ἁπλότης]], [[τιμιότης]], Πλάτ. Πολ. 348C, Δημ. 717. 2· δι’ εὐηθίην, [[ἕνεκα]] τῆς καλῆς [[αὐτοῦ]] διαθέσεως (οὐχὶ [[ἄνευ]] εἰρωνείας), Ἡρόδ. 3. 140. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[μωρία]], [[ἄνοια]], [[βλακεία]], ἐς τοσοῦτο εὐηθίης ἀνήκει τοῦτο Ἡρόδ. 7. 16, 3, πρβλ. 1. 60· κουφόνουν τ’ εὐηθίαν Αἰσχύλ. Πρ. 383· ἀλλ’ [[ἀνωφελής]] εὐηθίᾳ κατ’ οἶκον ἵδρυται γυνὴ Εὐρ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />honnête simplicité :<br /><b>1</b> <i>en b. part</i> candeur, honnêteté, bonhomie;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> niaiserie, sottise.<br />'''Étymologie:''' [[εὐήθης]].
}}
}}