3,274,816
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρρω''': μέλλ. ἐρρήσω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 259, Ἀριστοφ. (ἴδε κατωτ.): ἀόριστ. ἤρρησα, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1192 (πρβλ. ἀν-, εἰσέρρω): πρκμ. ἤρρηκα (εἰσ-), ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1075. (Ἐκ τῆς √FΕΡΡ, ἴδε Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. ἀπόFερσε). Πορεύομαι βραδέως καὶ [[μετὰ]] κόπου, [[μόλις]] [[δύναμαι]] νὰ περιπατήσω διὰ χωλότητα, [[ὅθεν]] καὶ περὶ τοῦ Ἡφαίστου λέγει ὁ Ὅμ. αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον, [[ἔνθα]] [[Θέτις]] περ, ἐπὶ θρόνου ἷζε φαεινοῦ Ἰλ. Σ. 421· ἥ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο, μὲ συνήντησε πλανώμενον μόνον, Ὀδ. Δ. 367, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 259. 2) [[ἁπλῶς]], πορεύομαι, [[ὑπάγω]], ἐς τὰς ἑορτὰς Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 76, πρβλ. 2556. 39. ΙΙ. κατὰ κακὴν μου τύχην ἢ πρὸς ἐμὴν βλάβην [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] που [[ὅπου]] [[κάλλιον]] νὰ ἔσπανε τὸ πόδι μου παρὰ νὰ ἐπήγαινα, [[ἐνθάδε]] ἔρρων, «ἐπὶ φθορὰν παραγενόμενος» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 239, Ι. 364, [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας ἐπ’ ἀκταῖς Σαλαμινιάσι, πίπτοντας ἐκ τῆς Τυρίας [[νεώς]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 963, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 379, Πλάτ. Φίλ. 24D· ἄτιμος ἔρρειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 884· ὡς Πόλυβον ἤρρησεν, ἦλθε πρὸς αὐτόν, ἐπὶ λύμῃ, [[ὅπου]] [[εἴθε]] νὰ μὴ μετέβαινεν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1192, πρβλ. Λυσ. 336. 2) τὸ πλεῖστον κατὰ προστ. ἔρρε, abi in malam rem, «κρημνίσου!» «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», Ἰλ. Θ. 164, Θέογν. 601· ἔρρ’ [[οὕτως]] Ἰλ. Χ. 498· [[προσέτι]], ἔρροις Εὐρ. Ἄλκ. 734, Ἀνθ. Π. 5. 3· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες Ἰλ. Ω. 239, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 562· καὶ ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ἐρρέτω, ἂς ὑπάγῃ εἰς τὸν κόρακα, ἐρρέτω, οὒ οἱ θυμὸς [[ἐμεῦ]] ἔτι πειρηθῆναι ἔσσεται Ἰλ. Υ. 349. Ὀδ. Ε. 139· ἀσπὶς [[ἐκείνη]] ἐρρέτω Ἀρχίλ. 5· ἐρρέτω Ἴλιον, ἀπόλοιτο, Σοφ. Φιλ. 1200· [[μετὰ]] προθ., ἔρρ’ ἐκ νήσου [[θᾶσσον]], Λατ. aufer te hinc ocius, Ὀδ. Κ. 72· ἔρρ’ ἐκ προσώπου Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 41 (ἔκδ. Crusii)· ἔρρ’ ἀπ’ ἐμεῖο Θεόκρ. 20. 2· παρ’ Ἀττ. [[μετὰ]] προσθήκης καὶ ἄλλης λέξεως πρὸς ἐπίστασιν, ἔρρ’ ἐς κόρακας, Λατ. pasce corvos, «πήγαινε ’ς τὸν διάβολον», Ἀριστοφ. Πλ. 604· ἔρρ’ ἐς κόρακας... ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ»1· [[οὕτως]] οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; δὲν θὰ ξεκκουμβισθῆτε ’ς τὸν διάβολον; Ἀριστοφ. Λυσ. 1240, Εἰρ. 500· εἰ μὴ ’ρρήσετ’ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320. 3)παρ’ Ἀττ., χάνομαι, ἀπόλλυμαι, ἐξαφανίζομαι, καταστρέφομαι, ὡς τὸ [[οἴχομαι]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· ἔρρει [[πανώλης]] ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· [[ἄφαντος]] ἔρρει Σοφ. Ο. Κ. 560· ἔρρει τὰ θεῖα, ἐχάθη ἡ εἰς τοὺς θεοὺς ὀφειλομένη [[τιμή]], [[αὐτόθι]] 910· ἔρρει [[δέμας]] φλογιστὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 57· ἔρρει [[μάτην]] Εὐρ. Ἑλ. 1220· θανόντας ἔρρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1113· ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις, ἐκ τίνων εὐτυχιῶν ἔχεις ἐκπέσει, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 389· [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, Λατ. acrum est de me! Ξεν.· Συμπ. 1. 15, πρβλ. Κύρ. 6. 1, 3. Πλάτ. Νόμ. 677 C· ἔρρει τὰ καλά, ἡ [[εὐτυχία]] παρῆλθεν, Ἱπποκρ. ἐπιστολεὺς τοῦ Μινδάρου παρὰ Ξεν. ἐν τοῖς Ἑλλ. 1. 1, 23, [[ἔνθα]] αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν ἔρρει τὰ κᾶλα (Bergk), δηλ. τὰ πλοῖα κατεστράφησαν, ἴδε τὴν λέξιν [[κᾶλον]]. | |lstext='''ἔρρω''': μέλλ. ἐρρήσω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 259, Ἀριστοφ. (ἴδε κατωτ.): ἀόριστ. ἤρρησα, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1192 (πρβλ. ἀν-, εἰσέρρω): πρκμ. ἤρρηκα (εἰσ-), ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1075. (Ἐκ τῆς √FΕΡΡ, ἴδε Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. ἀπόFερσε). Πορεύομαι βραδέως καὶ [[μετὰ]] κόπου, [[μόλις]] [[δύναμαι]] νὰ περιπατήσω διὰ χωλότητα, [[ὅθεν]] καὶ περὶ τοῦ Ἡφαίστου λέγει ὁ Ὅμ. αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον, [[ἔνθα]] [[Θέτις]] περ, ἐπὶ θρόνου ἷζε φαεινοῦ Ἰλ. Σ. 421· ἥ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο, μὲ συνήντησε πλανώμενον μόνον, Ὀδ. Δ. 367, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 259. 2) [[ἁπλῶς]], πορεύομαι, [[ὑπάγω]], ἐς τὰς ἑορτὰς Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554, 76, πρβλ. 2556. 39. ΙΙ. κατὰ κακὴν μου τύχην ἢ πρὸς ἐμὴν βλάβην [[ἔρχομαι]] ἢ [[ὑπάγω]] που [[ὅπου]] [[κάλλιον]] νὰ ἔσπανε τὸ πόδι μου παρὰ νὰ ἐπήγαινα, [[ἐνθάδε]] ἔρρων, «ἐπὶ φθορὰν παραγενόμενος» (Σχόλ.), Ἰλ. Θ. 239, Ι. 364, [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., Τυρίας ἐκ ναὸς ἔρροντας ἐπ’ ἀκταῖς Σαλαμινιάσι, πίπτοντας ἐκ τῆς Τυρίας [[νεώς]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 963, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 379, Πλάτ. Φίλ. 24D· ἄτιμος ἔρρειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 884· ὡς Πόλυβον ἤρρησεν, ἦλθε πρὸς αὐτόν, ἐπὶ λύμῃ, [[ὅπου]] [[εἴθε]] νὰ μὴ μετέβαινεν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1192, πρβλ. Λυσ. 336. 2) τὸ πλεῖστον κατὰ προστ. ἔρρε, abi in malam rem, «κρημνίσου!» «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», Ἰλ. Θ. 164, Θέογν. 601· ἔρρ’ [[οὕτως]] Ἰλ. Χ. 498· [[προσέτι]], ἔρροις Εὐρ. Ἄλκ. 734, Ἀνθ. Π. 5. 3· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες Ἰλ. Ω. 239, Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 562· καὶ ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ἐρρέτω, ἂς ὑπάγῃ εἰς τὸν κόρακα, ἐρρέτω, οὒ οἱ θυμὸς [[ἐμεῦ]] ἔτι πειρηθῆναι ἔσσεται Ἰλ. Υ. 349. Ὀδ. Ε. 139· ἀσπὶς [[ἐκείνη]] ἐρρέτω Ἀρχίλ. 5· ἐρρέτω Ἴλιον, ἀπόλοιτο, Σοφ. Φιλ. 1200· [[μετὰ]] προθ., ἔρρ’ ἐκ νήσου [[θᾶσσον]], Λατ. aufer te hinc ocius, Ὀδ. Κ. 72· ἔρρ’ ἐκ προσώπου Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 41 (ἔκδ. Crusii)· ἔρρ’ ἀπ’ ἐμεῖο Θεόκρ. 20. 2· παρ’ Ἀττ. [[μετὰ]] προσθήκης καὶ ἄλλης λέξεως πρὸς ἐπίστασιν, ἔρρ’ ἐς κόρακας, Λατ. pasce corvos, «πήγαινε ’ς τὸν διάβολον», Ἀριστοφ. Πλ. 604· ἔρρ’ ἐς κόρακας... ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ»1· [[οὕτως]] οὐκ ἐρρήσετε; οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; δὲν θὰ ξεκκουμβισθῆτε ’ς τὸν διάβολον; Ἀριστοφ. Λυσ. 1240, Εἰρ. 500· εἰ μὴ ’ρρήσετ’ ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320. 3)παρ’ Ἀττ., χάνομαι, ἀπόλλυμαι, ἐξαφανίζομαι, καταστρέφομαι, ὡς τὸ [[οἴχομαι]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 419· ἔρρει [[πανώλης]] ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 732· [[ἄφαντος]] ἔρρει Σοφ. Ο. Κ. 560· ἔρρει τὰ θεῖα, ἐχάθη ἡ εἰς τοὺς θεοὺς ὀφειλομένη [[τιμή]], [[αὐτόθι]] 910· ἔρρει [[δέμας]] φλογιστὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 57· ἔρρει [[μάτην]] Εὐρ. Ἑλ. 1220· θανόντας ἔρρειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1113· ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις, ἐκ τίνων εὐτυχιῶν ἔχεις ἐκπέσει, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 389· [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς πεζολόγοις, ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, Λατ. acrum est de me! Ξεν.· Συμπ. 1. 15, πρβλ. Κύρ. 6. 1, 3. Πλάτ. Νόμ. 677 C· ἔρρει τὰ καλά, ἡ [[εὐτυχία]] παρῆλθεν, Ἱπποκρ. ἐπιστολεὺς τοῦ Μινδάρου παρὰ Ξεν. ἐν τοῖς Ἑλλ. 1. 1, 23, [[ἔνθα]] αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις ἔχουσιν ἔρρει τὰ κᾶλα (Bergk), δηλ. τὰ πλοῖα κατεστράφησαν, ἴδε τὴν λέξιν [[κᾶλον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., f.</i> ἐρρήσω, <i>ao.</i> [[ἤρρησα]];<br /><b>1</b> aller lentement, <i>particul.</i> aller péniblement, errer tristement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aller sous de mauvais auspices, aller à sa perte : ἔρρ’ [[ἐς]] κόρακας AR va-t’en aux corbeaux <i>càd</i> au diable ; ἐρρέτω SOPH qu’il périsse ! ἔρρετε IL puissiez-vous périr ! ἔρροις EUR puisses-tu périr !;<br /><b>3</b> tomber en ruines, déchoir, périr : Βακτρίων δ’ [[ἔρρει]] [[πανώλης]] [[δῆμος]] ESCHL le peuple des Bactriens s’en est allé entièrement détruit ; [[ἔρρει]] τὰ ἐμὰ πράγματα XÉN mes affaires vont mal, c’en est fait de moi, je suis perdu.<br />'''Étymologie:''' p. Ϝέρρω, de la R. Ϝερσ, aller, cf. <i>lat.</i> errare. | |||
}} | }} |