Anonymous

εὐκταῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκταῖος''': -α, -ον, ([[εὔχομαι]]) Ἀττ. - Ἐπίρρ. (ἐν χρήσει [[μάλιστα]] παρὰ Τραγ., πρβλ. [[ἀραῖος]]): 1) ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς εὐχήν, [[ἀναθηματικός]], Ἅιδου... εὐκταίαν [[χάριν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1387· τρίτην Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν [[λίβα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 52· εὐχαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1060· ἐπῳδαὶ Πλάτ. Νόμ. 906Β· εὐκτ. [[νύμφα]], ἀφωσιωμένη, καθιερωμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 213· πανηγύρεις εὐκτ., Λατ. ludi votivi, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κ.: - εὐκταῖα, τά, ἀφιερώματα προσφερόμενα [[συμφώνως]] πρὸς γινομένην εὐχὴν («τάξιμον»), εὐχαί, προσευχαί, Αἰσχύλ. Ἱκ. 631, Σοφ. Τρ. 239. 2) ἐπίθ. τῶν θεῶν, οὓς ἐπικαλεῖταί τις ἰδίως, πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινύν, «ἣν ἐπηύξατο [[Οἰδίπους]] τελέσας τὰς ἀρὰς» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 724· [[πατρόθεν]] εὐκταία [[φάτις]] [[αὐτόθι]] 841· Θέμις εὐκταία Εὐρ. Μήδ. 169· τοῖσιν δυστυχοῦσιν εὐκταῖα θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 214. 3) [[καθόλου]], ὃν ἐπιθυμεῖ τις, ἠώς, λιμὴν Ἀνθ. Πλ. 6. 203., 9. 41· [[γάμος]] γὰρ... εὐκταῖον κακὸν Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 102· ἐπιθυμητός, Πλάτ. Νομ. 687Ε (διάφ. γραφ. [[εὐκτέον]]), Λουκ. Τύρανν. 17. ― Ἐπίρρ. εὐκταίως, κατ᾿ εὐχήν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 5. 155.
|lstext='''εὐκταῖος''': -α, -ον, ([[εὔχομαι]]) Ἀττ. - Ἐπίρρ. (ἐν χρήσει [[μάλιστα]] παρὰ Τραγ., πρβλ. [[ἀραῖος]]): 1) ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς εὐχήν, [[ἀναθηματικός]], Ἅιδου... εὐκταίαν [[χάριν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1387· τρίτην Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν [[λίβα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 52· εὐχαὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1060· ἐπῳδαὶ Πλάτ. Νόμ. 906Β· εὐκτ. [[νύμφα]], ἀφωσιωμένη, καθιερωμένη, Εὐρ. Ι. Τ. 213· πανηγύρεις εὐκτ., Λατ. ludi votivi, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κ.: - εὐκταῖα, τά, ἀφιερώματα προσφερόμενα [[συμφώνως]] πρὸς γινομένην εὐχὴν («τάξιμον»), εὐχαί, προσευχαί, Αἰσχύλ. Ἱκ. 631, Σοφ. Τρ. 239. 2) ἐπίθ. τῶν θεῶν, οὓς ἐπικαλεῖταί τις ἰδίως, πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινύν, «ἣν ἐπηύξατο [[Οἰδίπους]] τελέσας τὰς ἀρὰς» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 724· [[πατρόθεν]] εὐκταία [[φάτις]] [[αὐτόθι]] 841· Θέμις εὐκταία Εὐρ. Μήδ. 169· τοῖσιν δυστυχοῦσιν εὐκταῖα θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 214. 3) [[καθόλου]], ὃν ἐπιθυμεῖ τις, ἠώς, λιμὴν Ἀνθ. Πλ. 6. 203., 9. 41· [[γάμος]] γὰρ... εὐκταῖον κακὸν Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 102· ἐπιθυμητός, Πλάτ. Νομ. 687Ε (διάφ. γραφ. [[εὐκτέον]]), Λουκ. Τύρανν. 17. ― Ἐπίρρ. εὐκταίως, κατ᾿ εὐχήν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 5. 155.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> souhaitable, désirable;<br /><b>2</b> consacré <i>ou</i> offert par un vœu, votif ; τὰ εὐκταῖα vœux, offrandes pour un vœu, ex-voto;<br /><b>3</b> appelé <i>ou</i> invoqué par des vœux ; qui veille sur la sainteté des vœux (Thémis);<br /><b>II.</b> qui forme un vœu, qui adresse une prière, votif ; <i>en mauv. part</i> εὐκταία [[φάτις]] ESCHL parole d’imprécation;<br /><i>Sp.</i> εὐκταιότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὐκτός]].
}}
}}