3,277,719
edits
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐλάκα''': ἡ, ἐν Χρησμῷ τινι παρὰ Θουκ. 5. 16, εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν, εἰ δὲ μὴ θὰ ἀρόσωσι (τὴν γῆν) μὲ ἀργυρᾶν ὕνιν, [[ὅπερ]] ἐδήλου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ [[σιτοδεία]], [[ὥστε]] νὰ πορίζωνται τὸν σῖτον [[ἄλλοθεν]], ὠνούμενοι αὐτὸν δι’ ἀργυρίου. Οὔτε τὸ [[ῥῆμα]] [[οὔτε]] τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. Εἶναι ἀρχαῖοι Λακωνικοὶ τύποι πιθαν. συγγενεῖς τῷ [[αὖλαξ]]. | |lstext='''εὐλάκα''': ἡ, ἐν Χρησμῷ τινι παρὰ Θουκ. 5. 16, εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν, εἰ δὲ μὴ θὰ ἀρόσωσι (τὴν γῆν) μὲ ἀργυρᾶν ὕνιν, [[ὅπερ]] ἐδήλου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ [[σιτοδεία]], [[ὥστε]] νὰ πορίζωνται τὸν σῖτον [[ἄλλοθεν]], ὠνούμενοι αὐτὸν δι’ ἀργυρίου. Οὔτε τὸ [[ῥῆμα]] [[οὔτε]] τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. Εἶναι ἀρχαῖοι Λακωνικοὶ τύποι πιθαν. συγγενεῖς τῷ [[αὖλαξ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ἡ) :<br />soc de la charrue <i>ou</i> hoyau.<br />'''Étymologie:''' mot laconien, c. [[αὖλαξ]]. | |||
}} | }} |