Anonymous

εὐλάκα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐλάκα''': ἡ, ἐν Χρησμῷ τινι παρὰ Θουκ. 5. 16, εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν, εἰ δὲ μὴ θὰ ἀρόσωσι (τὴν γῆν) μὲ ἀργυρᾶν ὕνιν, [[ὅπερ]] ἐδήλου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ [[σιτοδεία]], [[ὥστε]] νὰ πορίζωνται τὸν σῖτον [[ἄλλοθεν]], ὠνούμενοι αὐτὸν δι’ ἀργυρίου. Οὔτε τὸ [[ῥῆμα]] [[οὔτε]] τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. Εἶναι ἀρχαῖοι Λακωνικοὶ τύποι πιθαν. συγγενεῖς τῷ [[αὖλαξ]].
|lstext='''εὐλάκα''': ἡ, ἐν Χρησμῷ τινι παρὰ Θουκ. 5. 16, εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν, εἰ δὲ μὴ θὰ ἀρόσωσι (τὴν γῆν) μὲ ἀργυρᾶν ὕνιν, [[ὅπερ]] ἐδήλου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ [[σιτοδεία]], [[ὥστε]] νὰ πορίζωνται τὸν σῖτον [[ἄλλοθεν]], ὠνούμενοι αὐτὸν δι’ ἀργυρίου. Οὔτε τὸ [[ῥῆμα]] [[οὔτε]] τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. Εἶναι ἀρχαῖοι Λακωνικοὶ τύποι πιθαν. συγγενεῖς τῷ [[αὖλαξ]].
}}
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />soc de la charrue <i>ou</i> hoyau.<br />'''Étymologie:''' mot laconien, c. [[αὖλαξ]].
}}
}}