3,253,652
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔμᾱρις''': -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι [[σανδάλιον]], «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων ([[ἐπειδὴ]] τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν [[χρῶμα]] ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια [[ταῦτα]] εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ [[εὔμαρις]] ἐκαλεῖτο [[βαθύπελμος]], Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. [[ξένη]] [[λέξις]]). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ.. | |lstext='''εὔμᾱρις''': -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι [[σανδάλιον]], «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων ([[ἐπειδὴ]] τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν [[χρῶμα]] ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια [[ταῦτα]] εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ [[εὔμαρις]] ἐκαλεῖτο [[βαθύπελμος]], Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. [[ξένη]] [[λέξις]]). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ.. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).<br />'''Étymologie:''' mot oriental. | |||
}} | }} |