Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔμαρις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμᾱρις''': -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι [[σανδάλιον]], «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων ([[ἐπειδὴ]] τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν [[χρῶμα]] ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια [[ταῦτα]] εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ [[εὔμαρις]] ἐκαλεῖτο [[βαθύπελμος]], Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. [[ξένη]] [[λέξις]]). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..
|lstext='''εὔμᾱρις''': -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι [[σανδάλιον]], «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων ([[ἐπειδὴ]] τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν [[χρῶμα]] ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια [[ταῦτα]] εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ [[εὔμαρις]] ἐκαλεῖτο [[βαθύπελμος]], Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. [[ξένη]] [[λέξις]]). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).<br />'''Étymologie:''' mot oriental.
}}
}}