Anonymous

εὔμαρις: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).<br />'''Étymologie:''' mot oriental.
|btext=εως (ἡ) :<br />chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).<br />'''Étymologie:''' mot oriental.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔμαρις]], -άριδος, ἡ (Α)<br />ασιατικό [[σάνδαλο]], [[είδος]] παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια [[λέξη]], άγνωστης προελεύσεως, [[πράγμα]] συνηθισμένο για ονομασίες [[υποδημάτων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρβύλη</i>, [[ασκέρα]], [[βλαύτη]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}