3,273,773
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔπλαστος''': -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης [[ῥινός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, [[ἦθος]] ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ [[καλῶς]] πλάττουσα, δίδουσα [[σχῆμα]] καὶ μορφήν, [[φύσις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6. | |lstext='''εὔπλαστος''': -ον, εὐκόλως πλαττόμενος, τιθέμενος εἰς καλὴν κατάστασιν, ἐπὶ τεθλασμένης [[ῥινός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 804. 2) εὐκόλως πλαττόμενος ἢ λαμβάνων σχῆμά τι, ἐπὶ κηροῦ, Πλάτ. Πολ. 588D· εὐκόλως μορφούμενος, [[ἦθος]] ὁ αὐτὸς ἐν Νόμ. 666C· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4. ΙΙ. εὐκόλως ἢ [[καλῶς]] πλάττουσα, δίδουσα [[σχῆμα]] καὶ μορφήν, [[φύσις]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à façonner;<br /><i>Cp.</i> εὐπλαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλαστός]]. | |||
}} | }} |