Anonymous

εὔθηλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔθηλος''': -ον, ([[θηλή]]) ἔχων θηλὴν σφριγῶσαν, εὔθηλον πόριν Εὐρ. Βάκχ. 737· εὔθηλοι δὲ τρέφοντο βόες Ι. Τ. 580· μαστὸν εὔθηλον θεᾶς Λυκόφρ. 1328.
|lstext='''εὔθηλος''': -ον, ([[θηλή]]) ἔχων θηλὴν σφριγῶσαν, εὔθηλον πόριν Εὐρ. Βάκχ. 737· εὔθηλοι δὲ τρέφοντο βόες Ι. Τ. 580· μαστὸν εὔθηλον θεᾶς Λυκόφρ. 1328.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux mamelles pleines de lait, <i>p. ext.</i> aux mamelles gonflées.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θηλή]].
}}
}}