Anonymous

εὔρις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔρῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν [[ῥῖνα]], δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις [[εὔρινος]] βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, [[εὔρις]]…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. [[ἐΰρριν]], Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.
|lstext='''εὔρῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν [[ῥῖνα]], δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις [[εὔρινος]] βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, [[εὔρις]]…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. [[ἐΰρριν]], Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.
}}
{{bailly
|btext=ινος (ὁ, ἡ)<br />qui a bon nez, qui a le nez fin.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥίς]].
}}
}}