Anonymous

εὐθυεργής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθυεργής''': -ές, [[καλῶς]] εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ [[εὐεργής]].
|lstext='''εὐθυεργής''': -ές, [[καλῶς]] εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ [[εὐεργής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ἔργον]].
}}
}}