εὐθυεργής
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
εὐθυεργές, accurately wrought, Luc. Hist. Conscr.27 (nisi leg. εὐεργής).
German (Pape)
[Seite 1070] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.
Étymologie: εὐθύς, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
εὐθῠεργής: сделанный в виде прямой линии, прямолинейный: τὸ εὐθυεργές Luc. прямолинейность.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυεργής: -ές, καλῶς εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ εὐεργής.
Greek Monolingual
εὐθυεργής, -ές (Α)
ο κατεργασμένος με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)
πρβλ. ευεργής, κακοεργής].
Greek Monotonic
εὐθυεργής: -ές (*ἔργω), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με ακρίβεια, σε Λουκ.
Middle Liddell
εὐθυ-εργής, ές [*ἔργω
accurately wrought, Luc.