Anonymous

εὔτοκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτοκος''': -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ [[δύστοκος]], [[ἵππος]] δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ.
|lstext='''εὔτοκος''': -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ [[δύστοκος]], [[ἵππος]] δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. f.</i><br />qui enfante heureusement <i>ou</i> aisément.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τίκτω]].
}}
}}