εὔτοκος

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτοκος Medium diacritics: εὔτοκος Low diacritics: εύτοκος Capitals: ΕΥΤΟΚΟΣ
Transliteration A: eútokos Transliteration B: eutokos Transliteration C: eytokos Beta Code: eu)/tokos

English (LSJ)

εὔτοκον,
A bringing forth easily, Arist.HA576a22 (Comp.), 573a9 (Sup.), Chrysipp.Stoic.2.212 (Sup.).
2 = εὔτεκνος 1 (which is v.l.), Ph.1.274; fertile, Hp.Nat.Mul.16.

German (Pape)

[Seite 1102] leicht, glücklich gebärend, Arist. H. A. 6, 22, ἵππος τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον 6, 18.

French (Bailly abrégé)

adj. f.
qui enfante heureusement ou aisément.
Étymologie: εὖ, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

εὔτοκος: легко рож(д)ающий (ἵππος τῶν τετραπόδων εὐτοκώτατον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔτοκος: -ον, εὐκόλως γεννῶν, ἀντίθ. τῷ δύστοκος, ἵππος δὲ τῶν τετραπόδων ἁπάντων εὐτοκώτατον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔτοκος, -ον)
(για γυν. ή θηλ. ζώο) αυτή που γεννά εύκολα, η ευκολόγεννη
αρχ.
1. γόνιμος σε τέκνα
2. αυτός που βοηθά τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τόκος (< τίκτω) τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τοκ- του θ. τεκ- (πρβλ. αόρ. β' τέκ-νον, έ-τεκον)].

Greek Monotonic

εὔτοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννάει εύκολα, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὔ-τοκος, ον τίκτω
bringing forth easily, Arist.