Anonymous

εὐχέρεια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐχέρεια''': ἡ, = [[εὐχειρία]], [[δεξιότης]], Πλάτ. Πολ. 426D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 1· [[εὐκολία]] καὶ εὐχ. Πλάτ. Νόμ. 942D. πρβλ. Ἀλκ. 1. 122C· ἐπὶ τεχνίτου, Πλουτ. Περικλ. 13· εὐχ. Πραξιτέλους Λουκ. Ἔρωτ. 11· πρβλ. [[εὔχειρ]]. ΙΙ. [[ἑτοιμότης]], [[κλίσις]], [[διάθεσις]] [[πρός]] τι, εὐχ. πονηρίας, ῥοπὴ εἰς τὸ κακόν, ἠθικὴ [[παράλυσις]], Πλάτ. Πολ. 391Ε· πρὸς ὀργὴν Λουκ. Προμ. 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 271Β. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θρασύτης]], ὑβριστικὸς [[τρόπος]], [[ἰταμότης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 495· ἡ τῆς πράξεως εὐχ. Αἰσχίν. 17. 33· ἐπὶ ἱστοριογράφου εὐχερῶς γράφοντος ψευδῆ καὶ τερατώδη πράγματα, Πολύβ. 16. 18, 3· [[ἀκόλαστος]] ἢ [[ἀτάσθαλος]] [[διαγωγή]], ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐχ. Πλουτ. Δημήτρ. 11· περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Λυκ. 15, ἐν Λυσ. 8. πρβλ. [[ῥᾳδιουργία]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[εὐχέρεια]]· [[κουφότης]]».
|lstext='''εὐχέρεια''': ἡ, = [[εὐχειρία]], [[δεξιότης]], Πλάτ. Πολ. 426D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 1· [[εὐκολία]] καὶ εὐχ. Πλάτ. Νόμ. 942D. πρβλ. Ἀλκ. 1. 122C· ἐπὶ τεχνίτου, Πλουτ. Περικλ. 13· εὐχ. Πραξιτέλους Λουκ. Ἔρωτ. 11· πρβλ. [[εὔχειρ]]. ΙΙ. [[ἑτοιμότης]], [[κλίσις]], [[διάθεσις]] [[πρός]] τι, εὐχ. πονηρίας, ῥοπὴ εἰς τὸ κακόν, ἠθικὴ [[παράλυσις]], Πλάτ. Πολ. 391Ε· πρὸς ὀργὴν Λουκ. Προμ. 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 271Β. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θρασύτης]], ὑβριστικὸς [[τρόπος]], [[ἰταμότης]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 495· ἡ τῆς πράξεως εὐχ. Αἰσχίν. 17. 33· ἐπὶ ἱστοριογράφου εὐχερῶς γράφοντος ψευδῆ καὶ τερατώδη πράγματα, Πολύβ. 16. 18, 3· [[ἀκόλαστος]] ἢ [[ἀτάσθαλος]] [[διαγωγή]], ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐχ. Πλουτ. Δημήτρ. 11· περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Λυκ. 15, ἐν Λυσ. 8. πρβλ. [[ῥᾳδιουργία]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[εὐχέρεια]]· [[κουφότης]]».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> facilité de main, dextérité;<br /><b>2</b> tendance, inclination <i>particul. en mauv. part, avec</i> [[πρός]] <i>ou</i> [[περί]] et l’acc. ; laisser-aller, relâchement, <i>avec</i> [[περί]] et l’acc. ; <i>abs.</i> indifférence (pour le crime);<br /><b>II.</b> facilité qu’offre un objet à se laisser manier, facilité pour faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχερής]].
}}
}}