Anonymous

εὔυδρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔυδρος''': -ον, ([[ὕδωρ]]) ἔχων πολύ, ἄφθονον [[ὕδωρ]], ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ [[ποιώδης]] καὶ [[εὔυδρος]] Ἡρόδ. 4. 47· [[χῶρος]] εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον [[ὕδωρ]], Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον [[ποτὸν]] (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.
|lstext='''εὔυδρος''': -ον, ([[ὕδωρ]]) ἔχων πολύ, ἄφθονον [[ὕδωρ]], ἄστυ Σιμωνίδ. 102· ἀκτὰ Πίνδ. Π. 1. 152· γῆ [[ποιώδης]] καὶ [[εὔυδρος]] Ἡρόδ. 4. 47· [[χῶρος]] εὐυδρότερος ὁ αυτ. 9.25. 2) ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων καλόν, ὡραῖον [[ὕδωρ]], Εὐρ. Ι. Τ. 399· ἥξεις ἐπ’ ἐννεάκρουνον εὔυδρον [[ποτὸν]] (δορθωθέν ἀντὶ ἔνυδρον) Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en eau;<br /><b>2</b> aux belles eaux;<br /><i>Cp.</i> εὐυδρότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὕδωρ]].
}}
}}