Anonymous

ἐτήσιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐτήσιος''': -ον, καὶ παρ’ Ἱππ. α, ον· ([[ἔτος]]): διαρκῶν ἐπὶ ἕν [[ἔτος]], [[πένθος]] Εὐρ. Ἄλκ. 336· [[προστασία]] Θουκ. 2. 80· ἐτησίους [[σφᾶς]] ἄρχειν, ἄρχειν ἐπὶ ἕν [[ἔτος]], Δίων Κ. 60. 24. 2) κατὰ πᾶν [[ἔτος]], ὧραι Ἱππ. 1279. 48, Πλούτ. 2. 993 Ε· θυσίαι Θουκ. 5. 11, κτλ.· ἐτήσιοι πρόσιτ’ ἀεί Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 6. ― Ἐπίρρ. -ίως, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 107· [[οὕτως]] ἐν τῷ οὐδ. ἡμερίδας τρυγόωσιν ἐτήσιον Ἀνθ. Π. 5. 27.
|lstext='''ἐτήσιος''': -ον, καὶ παρ’ Ἱππ. α, ον· ([[ἔτος]]): διαρκῶν ἐπὶ ἕν [[ἔτος]], [[πένθος]] Εὐρ. Ἄλκ. 336· [[προστασία]] Θουκ. 2. 80· ἐτησίους [[σφᾶς]] ἄρχειν, ἄρχειν ἐπὶ ἕν [[ἔτος]], Δίων Κ. 60. 24. 2) κατὰ πᾶν [[ἔτος]], ὧραι Ἱππ. 1279. 48, Πλούτ. 2. 993 Ε· θυσίαι Θουκ. 5. 11, κτλ.· ἐτήσιοι πρόσιτ’ ἀεί Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 6. ― Ἐπίρρ. -ίως, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 107· [[οὕτως]] ἐν τῷ οὐδ. ἡμερίδας τρυγόωσιν ἐτήσιον Ἀνθ. Π. 5. 27.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />annuel :<br /><b>1</b> qui dure une année (deuil, présidence, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qui revient chaque année (saison, sacrifice, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἔτος]].
}}
}}