Anonymous

εὐεπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεπής''': -ές, ([[ἔπος]]) [[εὐφραδής]], [[μελῳδικός]], [[φωνή]] Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, [[ὕδωρ]], τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., [[καλῶς]] λαληθείς, [[εὐπρόσδεκτος]], [[λόγος]] Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
|lstext='''εὐεπής''': -ές, ([[ἔπος]]) [[εὐφραδής]], [[μελῳδικός]], [[φωνή]] Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, [[ὕδωρ]], τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., [[καλῶς]] λαληθείς, [[εὐπρόσδεκτος]], [[λόγος]] Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien dit, bien exprimé, élégant.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔπος]].
}}
}}