εὐεπής
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
εὐεπές, (ἔπος)
A melodious, φωνή X.Cyn.13.16; euphonious, λέξις D.H.Comp.22; ἁρμονία εὐεπεστέρα ibid. Adv. εὐεπῶς, κῶλα εὐεπῶς συγκείμενα ibid.: Sup., ποίησις εὐεπέστατα ἔχουσα D.Chr.52.15.
2 eloquent, εὐεπὴς ἐν τῷ λέγειν Hsch. s.v. λιγύς.
3 making eloquent, inspiring, ὕδωρ, of Helicon, AP11.24 (Antip.).
II Pass., well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.5.50.
German (Pape)
[Seite 1064] ές, wohlredend, beredt, D. Hal. oft; φωνή Xen. Cyn. 13, 16. – Bei Antp. Th. 1 (XI, 24) ὕδωρ εὐεπὲς ἐκ πηγέων ἔβλυσας Ἠσιόδῳ, vom Helikon, Wasser, das wohlredend macht; – λόγος, wohlgesprochen, vernünftig, Her. 5, 50, v.l. εὐπετής. - Adv. εὐεπῶς, D. Hal.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien dit, bien exprimé, élégant.
Étymologie: εὖ, ἔπος.
Russian (Dvoretsky)
εὐεπής:
1 сладкоречивый, хорошо говорящий (φωνή Xen.);
2 хорошо сказанный, изящный (λόγος Her.);
3 (о Геликоне), делающий красноречивым, вдохновляющий, (ὕδωρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπής: -ές, (ἔπος) εὐφραδής, μελῳδικός, φωνή Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, ὕδωρ, τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., καλῶς λαληθείς, εὐπρόσδεκτος, λόγος Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
Greek Monolingual
εὐεπής, -ές (ΑΜ)
ο ευφράδης, ο εύγλωττος
αρχ.
1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.)
2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ»)
3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», Ηρόδ.).
επίρρ...
εὐεπῶς
(για λόγο) με αρμονία, με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έπος «λόγος»].
Greek Monotonic
εὐεπής: -ές (ἔπος),·
I. 1. γλυκομίλητος, ευφραδής, εύγλωττος, μελωδικός, σε Ξεν.
2. αυτό που κάνει κάποιον εκφραστικό, ευφραδή, λέγεται για το νερό του Ελικώνα, σε Ανθ.
II. Παθ., καλοειπωμένος, πειστικός, ευσπρόδεκτος, λόγος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εὐ-επής, ές ἔπος
I. well-speaking, eloquent, melodious, Xen.
2. making eloquent, of Helicon, Anth.
II. pass. well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.