Anonymous

ζυγοστατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῠγοστᾰτέω''': [[ζυγίζω]] διὰ τοῦ ζυγοῦ, [[ὥσπερ]] ἐν τρυτάνῃ Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· τινὰ [[πρός]] τινα Ἀλκίφρων 2. 2. ΙΙ. Παθ., εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πολύβ. 6. 10, 7.
|lstext='''ζῠγοστᾰτέω''': [[ζυγίζω]] διὰ τοῦ ζυγοῦ, [[ὥσπερ]] ἐν τρυτάνῃ Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· τινὰ [[πρός]] τινα Ἀλκίφρων 2. 2. ΙΙ. Παθ., εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πολύβ. 6. 10, 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mettre dans la balance, peser.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγοστάτης]].
}}
}}