ζυγοστατέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A weigh by the balance, weigh, ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Luc. Hist.Conscr.49; τινὰς πρὸς τὸν Τιμάρχου βραχίονα Alciphr.2.2.
b act as libripens, MitteisChr.316ii4 (ii A.D.).
II Pass., to be in equilibrium, Plb.6.10.7; ἐζυγοστατεῖτο αὐτοῖς ὁ πόλεμος Id.1.20.5.
German (Pape)
[Seite 1141] auf die Wage legen, abwägen, τὰ γιγνόμενα ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Luc. hist. conscr. 49; τινὰ πρός τινα, vergleichen, Alc. 2, 2. – Im Gleichgewicht erhalten, τὸ ζυγοστατούμενον = ἰσοῤῥοποῦν, Pol. 6, 10, 7, vgl. 1, 20, 5.
French (Bailly abrégé)
ζυγοστατῶ :
mettre dans la balance, peser.
Étymologie: ζυγοστάτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυγοστατέω [ζυγόν, ἵστημι] afwegen; overdr.. τὰ γιγνόμενα ζ. de gebeurtenissen zorgvuldig afwegen Luc. 59.49.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγοστᾰτέω:
1 класть на весы, взвешивать (ἐν τρυτάνῃ τι Luc.);
2 уравновешивать, pass. находиться в равновесии: ἑζυγοστατεῖτο αὐτοῖς ὁ πόλεμος Polyb. война велась между ними без чьего-л. перевеса.
Greek Monotonic
ζῠγοστᾰτέω: μέλ. -ήσω, ζυγίζω, σταθμίζω με ζυγαριά, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοστᾰτέω: ζυγίζω διὰ τοῦ ζυγοῦ, ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 49· τινὰ πρός τινα Ἀλκίφρων 2. 2. ΙΙ. Παθ., εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πολύβ. 6. 10, 7.