3,276,984
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐοδέω''': ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.˙ 10˙ ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17˙ χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907˙ 9. 3706. | |lstext='''εὐοδέω''': ἔχω ἐλευθέραν ὁδὸν ἢ δίοδον, ἐπὶ ῥέοντος ὕδατος, Δημ. 1274. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 50, κ. ἀλλ. - ἀπροσ. ἐν τῷ Παθ., εὐοδεῖται, ὑπάρχει ἐλευθέρα [[δίοδος]], ὁ αὐτ. 3. 4, 24. 2) μεταφ., «πηγαίνω καλά», εὐτυχῶ, εὐοδῶν πορεύομαι Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ.˙ 10˙ ἡ ἀρετή... προϊοῦσα εὐοδεῖ Μ. Ἀντών. 6. 17˙ χαῖρε καὶ σὺ κεὐόδει, ἐπὶ ἐπιτυμβίου πλακός, Συλλ. Ἐπιγρ. 1956, πρβλ. 1907˙ 9. 3706. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir un chemin facile, s’ouvrir facilement un passage.<br />'''Étymologie:''' [[εὔοδος]]. | |||
}} | }} |