Anonymous

ἕωλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕωλος''': -ον, (πιθ. ἐκ τοῦ ἕως, ἠώς) μιᾶς ἡμέρας, [[παλαιός]], ὁ μείνας [[μέχρι]] τῆς [[αὔριον]], ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύων, [[παλαιός]], ἀντίθετον τῷ [[πρόσφατος]], σήπονθ’ ἕωλοι κείμενοι δύ’ ἡμέρας ἢ [[τρεῖς]] Ἀντιφάνης ἐν «Μοιχοῖς» 1. 6· [[αὔριον]] ἕωλον τοῦτ’ ἔχων τὸ [[τέμαχος]] οὐκ [[ἄχθομαι]] Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 15· οὕτω, πρόσφατόν ἐστι καὶ νέον [[ὕδωρ]] τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ [[λιμναῖον]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 207· ἀδικεῖς, ὦ Χάρων, ἕωλον ἤδη νεκρὸν ἀπολιμπάνων Λουκ. Κατάπλ. 18· - ἡ [[ἕωλος]] [[ἡμέρα]], ἡ [[μετὰ]] τὴν εὐωχίαν [[ἡμέρα]], ἰδίως ἡ [[μετὰ]] τοὺς γάμους, [[ὁπότε]] τὰ λείψανα τοῦ τῆς προτεραίας συμποσίου ἐτρώγοντο, Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 2· [[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]], ἡ πλησιάζουσα νὰ σβεσθῇ ἐκ τῆς παλαιότητος, θᾶττον [[γοῦν]] τῶν ἐπιορκεὶν τις ἐπιχειρούντων ἕωλον θρυαλλίδα φοβηθείη ἂν ἢ τὴν τοῦ πανδαμάτορος κεραυνοῦ φλόγα Λουκ. Τίμ. 2. 2) ἐπὶ πράξεων, [[παλαιός]], ἀπηρχαιωμένος, «σκωριασμένος», τἀδικήματα ἕωλα... εἰς ἡμᾶς καὶ ψυχρὰ ἀφικνεῖται Δημ. 551. 13· ῥαψῳδίαι, πράγματα Πλούτ. 2. 514C, 674F· ἕωλόν ἐστι τὸ λέγειν 777Β, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογιστ. 5. 3) ἐπὶ χρημάτων, ὁ κείμενος [[ἄχρηστος]], ἐπισεσωρευμένος, περίεργόν ἐστιν ἀποκεῖσθαι [[πάνυ]] ἕωλον [[ἔνδον]] [[ἀργύριον]] Φιλέταιρος ἐν «Κυναγίδι, 2. 10. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ παραμελῶν τι καὶ ἀναβάλλων ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τὴν ἐκτέλεσιν [[αὐτοῦ]], [[βραδύς]], ἄτολμος, Πλουτ. Νικ. 21· ἀλλ [[ὡσαύτως]], ὁ κραιπαλῶν τὴν ὑστεραίαν μέθης, Λατιν. hesternus, εἰ μὴ [[ναυτιώδης]], [[μηδὲ]] [[θολερός]], [[μηδὲ]] [[ἕωλος]], [[μηδὲ]] τεταραγμένος ὁ αὐτ. 2. 128Ε· [[ἕωλος]] ταῖς μνήμαις [[αὐτόθι]] 611Ε.
|lstext='''ἕωλος''': -ον, (πιθ. ἐκ τοῦ ἕως, ἠώς) μιᾶς ἡμέρας, [[παλαιός]], ὁ μείνας [[μέχρι]] τῆς [[αὔριον]], ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύων, [[παλαιός]], ἀντίθετον τῷ [[πρόσφατος]], σήπονθ’ ἕωλοι κείμενοι δύ’ ἡμέρας ἢ [[τρεῖς]] Ἀντιφάνης ἐν «Μοιχοῖς» 1. 6· [[αὔριον]] ἕωλον τοῦτ’ ἔχων τὸ [[τέμαχος]] οὐκ [[ἄχθομαι]] Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 1. 15· οὕτω, πρόσφατόν ἐστι καὶ νέον [[ὕδωρ]] τὸ ὑόμενον, ἕωλον δὲ καὶ παλαιὸν τὸ [[λιμναῖον]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 207· ἀδικεῖς, ὦ Χάρων, ἕωλον ἤδη νεκρὸν ἀπολιμπάνων Λουκ. Κατάπλ. 18· - ἡ [[ἕωλος]] [[ἡμέρα]], ἡ [[μετὰ]] τὴν εὐωχίαν [[ἡμέρα]], ἰδίως ἡ [[μετὰ]] τοὺς γάμους, [[ὁπότε]] τὰ λείψανα τοῦ τῆς προτεραίας συμποσίου ἐτρώγοντο, Ἀξιόνικος ἐν «Χαλκιδικῷ» 2· [[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]], ἡ πλησιάζουσα νὰ σβεσθῇ ἐκ τῆς παλαιότητος, θᾶττον [[γοῦν]] τῶν ἐπιορκεὶν τις ἐπιχειρούντων ἕωλον θρυαλλίδα φοβηθείη ἂν ἢ τὴν τοῦ πανδαμάτορος κεραυνοῦ φλόγα Λουκ. Τίμ. 2. 2) ἐπὶ πράξεων, [[παλαιός]], ἀπηρχαιωμένος, «σκωριασμένος», τἀδικήματα ἕωλα... εἰς ἡμᾶς καὶ ψυχρὰ ἀφικνεῖται Δημ. 551. 13· ῥαψῳδίαι, πράγματα Πλούτ. 2. 514C, 674F· ἕωλόν ἐστι τὸ λέγειν 777Β, πρβλ. Λουκ. Ψευδολογιστ. 5. 3) ἐπὶ χρημάτων, ὁ κείμενος [[ἄχρηστος]], ἐπισεσωρευμένος, περίεργόν ἐστιν ἀποκεῖσθαι [[πάνυ]] ἕωλον [[ἔνδον]] [[ἀργύριον]] Φιλέταιρος ἐν «Κυναγίδι, 2. 10. 4) ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ παραμελῶν τι καὶ ἀναβάλλων ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τὴν ἐκτέλεσιν [[αὐτοῦ]], [[βραδύς]], ἄτολμος, Πλουτ. Νικ. 21· ἀλλ [[ὡσαύτως]], ὁ κραιπαλῶν τὴν ὑστεραίαν μέθης, Λατιν. hesternus, εἰ μὴ [[ναυτιώδης]], [[μηδὲ]] [[θολερός]], [[μηδὲ]] [[ἕωλος]], [[μηδὲ]] τεταραγμένος ὁ αὐτ. 2. 128Ε· [[ἕωλος]] ταῖς μνήμαις [[αὐτόθι]] 611Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de la veille;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> éventé, gâté, flétri, fané : ἕωλόν ἐστι τὸ λέγειν PLUT c’est une vieillerie qui sent l’évent de dire ; <i>en parl. de pers.</i> qui arrive trop tard ; qui se ressent encore de l’ivresse de la veille.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἕως]]¹.
}}
}}