Anonymous

εὔληπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔληπτος''': -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ἔκπτωμα]] εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ποτήριον]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, [[εὐάλωτος]], νησιῶται Θουκ. 6. 85· [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.
|lstext='''εὔληπτος''': -ον, εὐκόλως λαμβανόμενος, μόνον ἐπιρρηματικῶς, καὶ προσφέρουσιν ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ἔκπτωμα]] εὐληπτότατα τῷ μέλλοντι πίνειν, καὶ προσφέρουσι ὡς ἂν ἐνδοῖεν τὸ [[ποτήριον]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] ὁ μέλλων νὰ πίῃ νὰ δύνηται νὰ λαμβάνῃ αὐτὸ εὐκόλως, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8. 2) εὐκόλως κυριευόμενος, [[εὐάλωτος]], νησιῶται Θουκ. 6. 85· [[πόλις]] Διον. Ἁλ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.)· εὔλ. κόλαξι Πλούτ. 2.66Β: - ὃν εὐκόλως καταλαμβάνει τις ἢ κερδαίνει, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 10· εὐκόλως κατανοούμενος, εὐνόητος, Ἰαμβλ. Πρ. σ. 42.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> facile à prendre, à enlever <i>ou</i> à piller;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> facile à obtenir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαμβάνω]].
}}
}}