Anonymous

ἡμαρτημένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμαρτημένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[ἁμαρτάνω]], [[ἐσφαλμένως]], ἡγεῖσθαι Πλάτ. Μένωνι 88Ε· ἡμ. ἔχειν ὁ αὐτ. Νόμ. 670D.
|lstext='''ἡμαρτημένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[ἁμαρτάνω]], [[ἐσφαλμένως]], ἡγεῖσθαι Πλάτ. Μένωνι 88Ε· ἡμ. ἔχειν ὁ αὐτ. Νόμ. 670D.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à tort, faussement.<br />'''Étymologie:''' ἡμαρτημένος, part. pf. Pass. de [[ἁμαρτάνω]].
}}
}}