Anonymous

ἠθάς: Difference between revisions

From LSJ
179 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠθάς''': -άδος, ὁ, ἡ, ([[ἦθος]] ΙΙ), ὡς τὸ [[ἐθάς]], εἰθισμένος εἴς τι [[πρᾶγμα]], γινώσκων αὐτό, [[ἔμπειρος]] [[αὐτοῦ]], [[μετὰ]] γεν., [[ἠθάς]] εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων Σοφ. Ἠλ. 372· [[ἠθάς]] θύρης Ὀππ. Ἁλ. 4. 122· τῶν χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 7. 6· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., πέτραις [[αὐτόθι]] 9, 36· 2) ἀπολ., [[συνήθης]], [[οἰκεῖος]], Ἱππ. 588. 24· τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι… εὐφιλέστεροι Εὐρ. Ἀνδρ. 818· ἐπὶ ζῴων, [[ἥμερος]], ἐξημερωμένος, Λατ. mansuetus, ὄρνιθες ἠθ., πτηνὰ κατοικίδια, «ὄρνιθες», Ἀριστοφ. Ὄρν. 271· ἐπὶ πτηνῶν ἡμέρων, δι’ ὧν ἐξαπατᾷ καὶ συλλαμβάνει τις τὰ ξένα ἢ ἄγρια, Πλούτ. Σύλλ. 28· ἠθ. σκόμβροι Αἰλ. π. Ζ. 14. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[συνήθης]], [[νίκη]] Ἀνθ. Πλαν. 354· - [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδ., τὰ καινά γ’ ἐκ τῶν ἠθάδων ἡδίον’ ἐστὶ Εὐρ. Κύκλ. 250· τοῖς ἠθάσιν... τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 584, πρβλ. 151.
|lstext='''ἠθάς''': -άδος, ὁ, ἡ, ([[ἦθος]] ΙΙ), ὡς τὸ [[ἐθάς]], εἰθισμένος εἴς τι [[πρᾶγμα]], γινώσκων αὐτό, [[ἔμπειρος]] [[αὐτοῦ]], [[μετὰ]] γεν., [[ἠθάς]] εἰμί πως τῶν τῆσδε μύθων Σοφ. Ἠλ. 372· [[ἠθάς]] θύρης Ὀππ. Ἁλ. 4. 122· τῶν χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 7. 6· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., πέτραις [[αὐτόθι]] 9, 36· 2) ἀπολ., [[συνήθης]], [[οἰκεῖος]], Ἱππ. 588. 24· τῶν γὰρ ἠθάδων φίλων νέοι… εὐφιλέστεροι Εὐρ. Ἀνδρ. 818· ἐπὶ ζῴων, [[ἥμερος]], ἐξημερωμένος, Λατ. mansuetus, ὄρνιθες ἠθ., πτηνὰ κατοικίδια, «ὄρνιθες», Ἀριστοφ. Ὄρν. 271· ἐπὶ πτηνῶν ἡμέρων, δι’ ὧν ἐξαπατᾷ καὶ συλλαμβάνει τις τὰ ξένα ἢ ἄγρια, Πλούτ. Σύλλ. 28· ἠθ. σκόμβροι Αἰλ. π. Ζ. 14. 1. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[συνήθης]], [[νίκη]] Ἀνθ. Πλαν. 354· - [[ὡσαύτως]] ὡς οὐδ., τὰ καινά γ’ ἐκ τῶν ἠθάδων ἡδίον’ ἐστὶ Εὐρ. Κύκλ. 250· τοῖς ἠθάσιν... τοῖς ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 584, πρβλ. 151.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui s’accoutume à, habitué à, gén., <i>rar. dat. ; en parl. d’animaux</i> apprivoisé.<br />'''Étymologie:''' [[ἦθος]].
}}
}}