Anonymous

ἡμιεργής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιεργής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, [[ἡμιτελής]], Λουκ. Ἀστρολ. 5.
|lstext='''ἡμιεργής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, [[ἡμιτελής]], Λουκ. Ἀστρολ. 5.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à moitié travaillé, à moitié fait.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[ἔργον]].
}}
}}