ἡμιεργής
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ές, v. ἡμιέργαστος.
German (Pape)
[Seite 1167] ές, halb gethan, halb fertig, Luc. astrol. 4.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à moitié travaillé, à moitié fait.
Étymologie: ἡμι-, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἡμιεργής: Luc. = ἡμίεργος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιεργής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ εἰργασμένος, ἡμιτελής, Λουκ. Ἀστρολ. 5.
Greek Monolingual
ἡμιεργής, -ὲς (Α)
ημιέργαστος, ημιτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -εργής (< έργον), πρβλ. δολοεργής, ευεργής].
Greek Monotonic
ἡμιεργής: -ές (*ἔργω), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, ημιτελής, σε Λουκ.