θηρεύω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρεύω''': μέλλ. -σω. - Μέσ., μέλλ. -σομαι Πλάτ. Σοφ. 222Α: ἀόρ. ἐθηρευσάμην ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 197D, ἐν Εὐθυδ. 290C. - Παθ., ἀόρ. ἐθηρεύθην Ἡρόδ. 3. 102, Αἰσχύλ. Χο. 493, Πλάτ. (πρβλ. [[θηράω]]). Κυνηγῶ, θηρεύοντα, ἐνῷ ἐκυνήγει, ἐν τῷ κυνηγίῳ, Ὀδ. Τ. 465, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 112· θηρεύειν διὰ κενῆς ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. Προγν. 38, ἐπὶ τῶν κινήσεων τῶν χειρῶν ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κυνηγῶ, ἐπιδιώκω, [[συλλαμβάνω]], ἀττελέβους Ἡρόδ. 4. 172· θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Πλάτ. Θεαιτ. 197C· ἰχθῦς Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 20, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[καταδιώκω]], [[συλλαμβάνω]], Ἡρόδ. 4. 183· θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἢ θυσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 15· [[συλλαμβάνω]] δι’ ἐνέδρας, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 13· Τιτυὸν [[βέλος]] θήρευσεν, ἔπληξεν αὐτόν, Πίνδ. Π. 4. 161· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Πλάτ. Πολ. 531Α, κτλ. - Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, Ἡρόδ. 3. 102· λαφυραγωγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 108· συλλαμβάνομαι, πέδαις Αἰσχύλ. Χο. 493. 2) μεταφ., [[καταδιώκω]], ἐπιζητῶ, κερδέων μέτρου Πίνδ. Ν. 11. 62· γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858· ἀρετὰν Εὐρ. Ι. Α. 569· θ. νέους πλουσίους ὀρφανοὺς Αἰσχίν. 24. 26· ἡδονάς, ἐπιστήμην, φιλίαν, εὔδοξον βίον Ἰσοκρ. 5C, Πλάτ. Θεαιτ. 200Α, κ. ἀλλ.: εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 8, 5· ὀνόματα, ῥήματα Πλάτ. Γοργ. 489Β, Ἀνδοκ. 2. 23, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 30· - τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Ἀριστ. Ἀν. Ἡρ. 1. 30, 2, κ. ἀλλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 464D, Εὐθυδ. 290C. - Οἱ Τραγ. προετίμων τὸν τύπον [[θηράω]], πλὴν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπῄτει [[θηρεύω]].
|lstext='''θηρεύω''': μέλλ. -σω. - Μέσ., μέλλ. -σομαι Πλάτ. Σοφ. 222Α: ἀόρ. ἐθηρευσάμην ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 197D, ἐν Εὐθυδ. 290C. - Παθ., ἀόρ. ἐθηρεύθην Ἡρόδ. 3. 102, Αἰσχύλ. Χο. 493, Πλάτ. (πρβλ. [[θηράω]]). Κυνηγῶ, θηρεύοντα, ἐνῷ ἐκυνήγει, ἐν τῷ κυνηγίῳ, Ὀδ. Τ. 465, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 112· θηρεύειν διὰ κενῆς ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. Προγν. 38, ἐπὶ τῶν κινήσεων τῶν χειρῶν ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κυνηγῶ, ἐπιδιώκω, [[συλλαμβάνω]], ἀττελέβους Ἡρόδ. 4. 172· θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Πλάτ. Θεαιτ. 197C· ἰχθῦς Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 20, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[καταδιώκω]], [[συλλαμβάνω]], Ἡρόδ. 4. 183· θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἢ θυσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 15· [[συλλαμβάνω]] δι’ ἐνέδρας, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 13· Τιτυὸν [[βέλος]] θήρευσεν, ἔπληξεν αὐτόν, Πίνδ. Π. 4. 161· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Πλάτ. Πολ. 531Α, κτλ. - Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, Ἡρόδ. 3. 102· λαφυραγωγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 108· συλλαμβάνομαι, πέδαις Αἰσχύλ. Χο. 493. 2) μεταφ., [[καταδιώκω]], ἐπιζητῶ, κερδέων μέτρου Πίνδ. Ν. 11. 62· γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858· ἀρετὰν Εὐρ. Ι. Α. 569· θ. νέους πλουσίους ὀρφανοὺς Αἰσχίν. 24. 26· ἡδονάς, ἐπιστήμην, φιλίαν, εὔδοξον βίον Ἰσοκρ. 5C, Πλάτ. Θεαιτ. 200Α, κ. ἀλλ.: εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 8, 5· ὀνόματα, ῥήματα Πλάτ. Γοργ. 489Β, Ἀνδοκ. 2. 23, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 30· - τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Ἀριστ. Ἀν. Ἡρ. 1. 30, 2, κ. ἀλλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 464D, Εὐθυδ. 290C. - Οἱ Τραγ. προετίμων τὸν τύπον [[θηράω]], πλὴν [[ὅπου]] τὸ [[μέτρον]] ἀπῄτει [[θηρεύω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> aller à la chasse, chasser : θηρία XÉN des bêtes sauvages ; <i>p. ext.</i> capture des hommes;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> pourchasser, poursuivre, chercher à atteindre <i>ou</i> à obtenir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[θήρ]].
}}
}}