Anonymous

θριάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρῑάζω''': (Θριαὶ) διατελῶ ἐν προφητικῇ παραφορᾷ, ἐνθουσιῶ, [[μαντεύομαι]], Σοφ. Ἀποσπ. 415, Εὐρ. Ἀποσπ. 481· πρβλ. [[ἐνθρίακτος]]. ΙΙ. ([[θρῖον]]) [[συλλέγω]] φύλλα συκῆς, Ἡσύχ.
|lstext='''θρῑάζω''': (Θριαὶ) διατελῶ ἐν προφητικῇ παραφορᾷ, ἐνθουσιῶ, [[μαντεύομαι]], Σοφ. Ἀποσπ. 415, Εὐρ. Ἀποσπ. 481· πρβλ. [[ἐνθρίακτος]]. ΙΙ. ([[θρῖον]]) [[συλλέγω]] φύλλα συκῆς, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=être inspiré de la divinité, prophétiser.<br />'''Étymologie:''' θριαί.
}}
}}