θριάζω
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
English (LSJ)
(θριαί) to be rapt, possessed, S.Fr.466, E.Fr.478; also glossed by φυλλολογεῖν (as if from θρῖον), Hsch., EM455.45:—also θριάομαι, = μαντεύομαι, AB265; cf. μαντεύομαι.
German (Pape)
[Seite 1218] nach Hesych. 1) φυλλολογεῖν, von θρῖον, Feigenblätter ablesen. – 2) ἐνθουσιάζειν, vom Folgenden, in Begeisterung weissagen; E. M. 455, 44. Bei B. A. 265 auch θριᾶσθαι τὸ μαντεύεσθαι.
French (Bailly abrégé)
être inspiré de la divinité, prophétiser.
Étymologie: θριαί.
Russian (Dvoretsky)
θρῑάζω: вдохновенно прорицать Soph., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
θρῑάζω: (Θριαὶ) διατελῶ ἐν προφητικῇ παραφορᾷ, ἐνθουσιῶ, μαντεύομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 415, Εὐρ. Ἀποσπ. 481· πρβλ. ἐνθρίακτος. ΙΙ. (θρῖον) συλλέγω φύλλα συκῆς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θριάζω (Α)
1. κατέχομαι από μαντική, έκσταση, προφητεύω, μαντεύω
2. μαζεύω φύλλα συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί, με τη σημ. «ενθουσιάζω, προφητεύω» και < θρίον, με τη σημ. «συλλέγω φύλλα συκιάς»].