Anonymous

ἠχέω: Difference between revisions

From LSJ
207 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠχέω''': Δωρ. [[ἀχέω]] ᾱ, μέλλ. -ήσω: Ι. ἀμετάβ., ἠχῶ, κροτῶ, βροντῶ, ἠχεῖ δὲ κάρη… Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 42· [[ὅταν]] ἀχήσῃ πολιὸς βυθὸς Μόσχ. 5. 4· [[συχνάκις]] ἐπὶ μετάλλου, ἤχεσκε (Ἰων. παρατ.) ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Ἡρόδ. 3. 200· ἀχοῦσιν προπόλων χέρες Εὐρ. Ἱκέτ. 72· τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Μένανδ. Ἀρρ. 3· ἐπὶ τοῦ τέττιγος, ᾄδω, [[τερετίζω]], Θεόκρ. 16. 96· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· - διά τὶ ἠχεῖ ἢ διά τὶ ἐμφαίνεται; ἀπροσ. ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2, 15., 1. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἀχεῖν (ἀλλ. ἰαχεῖν) ὕμνον, [[κάμνω]] νὰ ἠχήσῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 868· κωκυτὸν Σοφ. Τρ. 866· γόους ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 469· [[μέλος]] Εὐρ. Ἴωνι 883· [[χαλκίον]] [[ἄχει]], κρότει τὸ [[κύμβαλον]], Θεόκρ. 2. 36. - Μέσ., ἀχεῖσθαί τινα, ἐξυμνεῖν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 18. - Παθ., ἠχεῖται [[κτύπος]], γίνεται [[ἦχος]], Σοφ. Ο. Κ. 1500. - Οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τοὺς Δωρ. τύπους ἀχεῖν, ἀχά, ἄχημα ἔτι καὶ ἐν ἀναπαιστικοῖς· οὗτοι οἱ τύποι [[πολλάκις]] μετεβλήθησαν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς ἰαχεῖν, ἰαχά, [[ἰάχημα]], Elmsl. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 752, Dind. Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· ἴδε ἐν λ. [[ἰαχέω]].
|lstext='''ἠχέω''': Δωρ. [[ἀχέω]] ᾱ, μέλλ. -ήσω: Ι. ἀμετάβ., ἠχῶ, κροτῶ, βροντῶ, ἠχεῖ δὲ κάρη… Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 42· [[ὅταν]] ἀχήσῃ πολιὸς βυθὸς Μόσχ. 5. 4· [[συχνάκις]] ἐπὶ μετάλλου, ἤχεσκε (Ἰων. παρατ.) ὁ χαλκὸς τῆς ἀσπίδος Ἡρόδ. 3. 200· ἀχοῦσιν προπόλων χέρες Εὐρ. Ἱκέτ. 72· τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Μένανδ. Ἀρρ. 3· ἐπὶ τοῦ τέττιγος, ᾄδω, [[τερετίζω]], Θεόκρ. 16. 96· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· - διά τὶ ἠχεῖ ἢ διά τὶ ἐμφαίνεται; ἀπροσ. ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2, 15., 1. ΙΙ. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἀχεῖν (ἀλλ. ἰαχεῖν) ὕμνον, [[κάμνω]] νὰ ἠχήσῃ, Αἰσχύλ. Θήβ. 868· κωκυτὸν Σοφ. Τρ. 866· γόους ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 469· [[μέλος]] Εὐρ. Ἴωνι 883· [[χαλκίον]] [[ἄχει]], κρότει τὸ [[κύμβαλον]], Θεόκρ. 2. 36. - Μέσ., ἀχεῖσθαί τινα, ἐξυμνεῖν, Πίνδ. Ἀποσπ. 45. 18. - Παθ., ἠχεῖται [[κτύπος]], γίνεται [[ἦχος]], Σοφ. Ο. Κ. 1500. - Οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται τοὺς Δωρ. τύπους ἀχεῖν, ἀχά, ἄχημα ἔτι καὶ ἐν ἀναπαιστικοῖς· οὗτοι οἱ τύποι [[πολλάκις]] μετεβλήθησαν ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς ἰαχεῖν, ἰαχά, [[ἰάχημα]], Elmsl. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 752, Dind. Ἀριστοφ. Θεσμ. 327· ἴδε ἐν λ. [[ἰαχέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> résonner, retentir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire retentir : κωκυτόν SOPH des lamentations ; <i>Pass.</i> retentir.<br />'''Étymologie:''' [[ἦχος]].
}}
}}