Anonymous

θέω: Difference between revisions

From LSJ
1,103 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέω''': Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[θείω]], Ἰλ. Ζ. 507, Κ. 437 (παρ’ Ἀττ. αἱ συλλαβαὶ εο, εου, εω δὲν συναιροῦνται)˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. θέῃσι Ἰλ. Χ. 23˙ γ΄ ἐν. παρατ. ἔθει ἔτι καὶ ἐν Ὀδ. Μ. 407, ἔθεε παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λοβ. Φρύν. 221˙ Ἰων. παρατ. θέεσκον Ἰλ. Υ. 229: μέλλ. θεύσομαι Ὅμηρ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 485, Ὄρν. 205, (ἀντι-) Ἡρόδ. 5. 22, (μετα) Ξεν. Κυν. 6, 22˙ θεύσω μόνον ἐν Λυκόφρ. 119˙ - οἱ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τῶν ῥιζῶν τρεχ- καὶ δραμ-. (Ἐκ √ΘΕF (ὡς φαίνεται ἐν τῷ θεύσομαι), ἐξ ἧς [[ὡσαύτως]] τὰ [[θοός]], [[θοάζω]], [[βοηθόος]], κτλ.˙ πρβλ. Σανσκρ. dhâv, dhâvâmi (curro).) Τρέχω, ποσί, πόδεσσι θέειν Ὀδ. Θ. 247, Ἰλ. Ψ. 623˙ βῆ δὲ θέειν Ἰλ. Ρ. 698 (ἴδε βαίνω Α. Ι)˙ θέειν πεδίοιο, τρέχειν ἐν τῷ πεδίῳ, Χ. 23 [[ἄκρον]] ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον, ἔτρεχον [[ὑπεράνω]] τῶν σταχύων τοῦ σίτου, Υ. 227˙ [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς... θέεσκον [[αὐτόθι]] 229˙ θᾶττον θανάτου θεῖ ἡ [[πονηρία]] Πλάτ. Ἀπολ. 39 Α˙ ὁ βραδέως θέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλ. 373Β˙ ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 423 Α˙ ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων, τρεχόντων ἐν Ὀλ. (ἐν τοῖς ἀγῶσι), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 822Β. - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[ῥῆμα]] κατὰ μετοχ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα Ἰλ. Ζ. 54, 394, κτλ.˙ ἷξε θέων, ἐπὶ ἐπιβάτου πλοίου, Ὀδ. Γ. 288˙ θέων Αἴαντα κάλεσσον, «φώναξε τρεχᾶτα τὸν...», Ἰλ. Μ. 343, κτλ. 2) περὶ τρίποδος μὲν ἔμελλον θεύσεσθαι, νὰ ἀγωνισθῶσι τρέχοντες διὰ..., Λ. 701˙ μεταφ. (πρβλ. [[τρέχω]] ΙΙ. 2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, ἔτρεχον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ Ἕκτορος, Χ. 161˙ θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Ἡρόδ. 8. 140, 1˙ θ. περὶ τοῦ παντὸς δρόμον [[αὐτόθι]] 74˙ καὶ ἐλλειπτικῶς, τὸν περὶ ψυχῆς θ. Συνέσ., κλ.˙ περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Παυσ. 6. 18, 2, πρβλ. Valck. Ἡρόδ. 7. 57. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]], θ. ἐς νόσους Πλάτ. Νόμ. 691C θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου ὁ αὐτ. Πολ. 417Β˙ θέειν κίνδυνον Πλούτ. Φαβ. 26. ΙΙ. ἐπὶ ἄλλων εἰδῶν κινήσεως, ὡς, 1) ἐπὶ πτηνῶν, θεύσονται δρόμῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, πρβλ. Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18˙ - σημειωτέον ὅτι [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται τὸ τρέχειν δρόμῳ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[τρέχω]] ἐπὶ πλοίων, ἡ δ’ ἔθεε κατὰ [[κῦμα]] Ἰλ. Α. 483, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29˙ ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἰλ. Σ. 601˙ ἐπὶ κυλινδουμένου λίθου, Ν. 141˙ ἐπὶ δίσκου, [[ῥίμφα]] θέων ἀπὸ χειρός, τρέχων ἐλαφρῶς, ὑψηλὰ..., Ὀδ. Θ. 193. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα, [[καίπερ]] καθ’ ἑαυτὰ ἀκίνητα, [[εἶναι]] ἐκτεταμένα εἰς μεγάλας διαστάσεις ἐν συνεχεῖ γραμμῇ, [[φλέψ]] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς Ἰλ. Ν. 547˙ ἰδίως ἐπὶ παντὸς κυκλοτεροῦς πράγματος, [[ὅπερ]] φαίνεται ὡς περιτρέχον καὶ εἰς ἑαυτὸ ἐπανερχόμενον, [[ἄντυξ]] ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Ἰλ. Ζ. 118˙ ὀδόντες λευκὰ θέοντες, ἀποτελοῦντες λευκὴν γραμμήν, Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146˙ ἀμφὶ δὲ μιν [[κίβισις]] θέε [[αὐτόθι]] 224. IV. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[τρέχω]] ἀνὰ..., τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 6., 5, 17˙ θάλασσαν, [[πέλαγος]], [[κῦμα]] Jac. Ἀνθ. Π. σελ. 282, 642. - Τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] εὕρηται παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1217 (πρβλ. [[ὑπερθέω]]), ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ἰδίως ἐν συνθέσει [[μετὰ]] προθέσ.
|lstext='''θέω''': Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[θείω]], Ἰλ. Ζ. 507, Κ. 437 (παρ’ Ἀττ. αἱ συλλαβαὶ εο, εου, εω δὲν συναιροῦνται)˙ Ἐπικ. ὑποτακτ. θέῃσι Ἰλ. Χ. 23˙ γ΄ ἐν. παρατ. ἔθει ἔτι καὶ ἐν Ὀδ. Μ. 407, ἔθεε παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λοβ. Φρύν. 221˙ Ἰων. παρατ. θέεσκον Ἰλ. Υ. 229: μέλλ. θεύσομαι Ὅμηρ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 485, Ὄρν. 205, (ἀντι-) Ἡρόδ. 5. 22, (μετα) Ξεν. Κυν. 6, 22˙ θεύσω μόνον ἐν Λυκόφρ. 119˙ - οἱ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τῶν ῥιζῶν τρεχ- καὶ δραμ-. (Ἐκ √ΘΕF (ὡς φαίνεται ἐν τῷ θεύσομαι), ἐξ ἧς [[ὡσαύτως]] τὰ [[θοός]], [[θοάζω]], [[βοηθόος]], κτλ.˙ πρβλ. Σανσκρ. dhâv, dhâvâmi (curro).) Τρέχω, ποσί, πόδεσσι θέειν Ὀδ. Θ. 247, Ἰλ. Ψ. 623˙ βῆ δὲ θέειν Ἰλ. Ρ. 698 (ἴδε βαίνω Α. Ι)˙ θέειν πεδίοιο, τρέχειν ἐν τῷ πεδίῳ, Χ. 23 [[ἄκρον]] ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον, ἔτρεχον [[ὑπεράνω]] τῶν σταχύων τοῦ σίτου, Υ. 227˙ [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς... θέεσκον [[αὐτόθι]] 229˙ θᾶττον θανάτου θεῖ ἡ [[πονηρία]] Πλάτ. Ἀπολ. 39 Α˙ ὁ βραδέως θέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλ. 373Β˙ ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 423 Α˙ ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων, τρεχόντων ἐν Ὀλ. (ἐν τοῖς ἀγῶσι), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 822Β. - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ [[ῥῆμα]] κατὰ μετοχ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα Ἰλ. Ζ. 54, 394, κτλ.˙ ἷξε θέων, ἐπὶ ἐπιβάτου πλοίου, Ὀδ. Γ. 288˙ θέων Αἴαντα κάλεσσον, «φώναξε τρεχᾶτα τὸν...», Ἰλ. Μ. 343, κτλ. 2) περὶ τρίποδος μὲν ἔμελλον θεύσεσθαι, νὰ ἀγωνισθῶσι τρέχοντες διὰ..., Λ. 701˙ μεταφ. (πρβλ. [[τρέχω]] ΙΙ. 2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, ἔτρεχον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ Ἕκτορος, Χ. 161˙ θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Ἡρόδ. 8. 140, 1˙ θ. περὶ τοῦ παντὸς δρόμον [[αὐτόθι]] 74˙ καὶ ἐλλειπτικῶς, τὸν περὶ ψυχῆς θ. Συνέσ., κλ.˙ περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Παυσ. 6. 18, 2, πρβλ. Valck. Ἡρόδ. 7. 57. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]], θ. ἐς νόσους Πλάτ. Νόμ. 691C θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου ὁ αὐτ. Πολ. 417Β˙ θέειν κίνδυνον Πλούτ. Φαβ. 26. ΙΙ. ἐπὶ ἄλλων εἰδῶν κινήσεως, ὡς, 1) ἐπὶ πτηνῶν, θεύσονται δρόμῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, πρβλ. Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18˙ - σημειωτέον ὅτι [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται τὸ τρέχειν δρόμῳ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[τρέχω]] ἐπὶ πλοίων, ἡ δ’ ἔθεε κατὰ [[κῦμα]] Ἰλ. Α. 483, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29˙ ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἰλ. Σ. 601˙ ἐπὶ κυλινδουμένου λίθου, Ν. 141˙ ἐπὶ δίσκου, [[ῥίμφα]] θέων ἀπὸ χειρός, τρέχων ἐλαφρῶς, ὑψηλὰ..., Ὀδ. Θ. 193. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα, [[καίπερ]] καθ’ ἑαυτὰ ἀκίνητα, [[εἶναι]] ἐκτεταμένα εἰς μεγάλας διαστάσεις ἐν συνεχεῖ γραμμῇ, [[φλέψ]] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς Ἰλ. Ν. 547˙ ἰδίως ἐπὶ παντὸς κυκλοτεροῦς πράγματος, [[ὅπερ]] φαίνεται ὡς περιτρέχον καὶ εἰς ἑαυτὸ ἐπανερχόμενον, [[ἄντυξ]] ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Ἰλ. Ζ. 118˙ ὀδόντες λευκὰ θέοντες, ἀποτελοῦντες λευκὴν γραμμήν, Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146˙ ἀμφὶ δὲ μιν [[κίβισις]] θέε [[αὐτόθι]] 224. IV. Μετ’ αἰτ. τόπου, [[τρέχω]] ἀνὰ..., τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 6., 5, 17˙ θάλασσαν, [[πέλαγος]], [[κῦμα]] Jac. Ἀνθ. Π. σελ. 282, 642. - Τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] εὕρηται παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1217 (πρβλ. [[ὑπερθέω]]), ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ἰδίως ἐν συνθέσει [[μετὰ]] προθέσ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>f.</i> [[θεύσομαι]], <i>postér.</i> θεύσω, <i>ao. et pf. inus.</i><br /><b>1</b> courir : πεδίοιο IL à travers la plaine ; ἐπ [[ἄκρον]] [[ἁλός]] IL sur la surface de la mer ; <i>au part. souv. joint à un verbe</i> ἦλθε [[θέων]], θέουσα IL il vint, elle vint en courant;<br /><b>2</b> disputer le prix de la course : περὶ τρίποδος IL pour un trépied ; τὸν περὶ [[τοῦ]] παντὸς δρόμον [[θέειν]] HDT courir risque de tout ; τὸν ἔσχατον κίνδυνον PLUT courir le dernier danger;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> courir <i>en parl. d’êtres ou d’objets en mouvement, vol des oiseaux, course d’un navire, pierre qui roule, etc. ou d’objets qui offrent l’aspect d’une ligne continue, bien qu’immobiles</i> φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα IL veine qui court dans le dos.<br />'''Étymologie:''' R. Θυ &gt; Θευ, ΘεϜ, Θε, courir.<br /><span class="bld">2</span><i>sbj. ao.2 ion. et poét. de</i> [[τίθημι]].
}}
}}