Anonymous

θριγκίον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θριγκίον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 22, Ἀππ. Μιθρ. 71.
|lstext='''θριγκίον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 22, Ἀππ. Μιθρ. 71.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[θριγκός]].
}}
}}