Anonymous

ἱεροφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱεροφύλαξ''': ῠ, ποιητ. ἱρ-, ᾰκος, ὁ, [[φύλαξ]] ναοῦ, = [[ναοφύλαξ]], Λατ. aedituus, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1027 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.), Συλλ. Ἐπιγρ. 5545. 2) ἐν Διον. Ἁλ. 2. 73 ἰσοδυναμεῖ τῷ Λατ. pontifex.
|lstext='''ἱεροφύλαξ''': ῠ, ποιητ. ἱρ-, ᾰκος, ὁ, [[φύλαξ]] ναοῦ, = [[ναοφύλαξ]], Λατ. aedituus, Εὐρ. Ἰ. Τ. 1027 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl.), Συλλ. Ἐπιγρ. 5545. 2) ἐν Διον. Ἁλ. 2. 73 ἰσοδυναμεῖ τῷ Λατ. pontifex.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br />gardien d’un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[φύλαξ]].
}}
}}