Anonymous

ἰξοβόλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰξοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., [[ὀρνιθοθήρας]], Μανέθων 4. 243.
|lstext='''ἰξοβόλος''': -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., [[ὀρνιθοθήρας]], Μανέθων 4. 243.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />chasseur à la glu, oiseleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἰξός]], [[βάλλω]].
}}
}}