ἰξοβόλος
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
ἰξοβόλον, setting limed twigs: as substantive, fowler, Man. 4.243.
German (Pape)
[Seite 1255] Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur à la glu, oiseleur.
Étymologie: ἰξός, βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., ὀρνιθοθήρας, Μανέθων 4. 243.
Greek Monolingual
ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκοβόλος, ιοβόλος.
Greek Monotonic
ἰξοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που συλλαμβάνει κάτι τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.