3,277,121
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρύον''': τό, βοῦρλον, ἢ [[εἶδος]] βοτάνης, καίετο δὲ [[λωτὸς]] τε ἰδὲ [[θρύον]] ἠδὲ [[κύπειρον]] «[[εἶδος]] πόας, ὁ λεγόμενος [[θρύσις]]» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 351, Ἀριστ. π. Θαυμ. 136, Διόδ. 3. 10· ἴδε [[θρῖον]], ἐν τέλ. ΙΙ. = [[στρύχνος]] [[μανικός]], [[ἴσως]] ὁ [[δηλητηριώδης]], Ὀρφ. Ἀργ. 929, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 6, ([[ἔνθα]] θρύορον διάφ. γρ.), Διοσκ. 4. 74. | |lstext='''θρύον''': τό, βοῦρλον, ἢ [[εἶδος]] βοτάνης, καίετο δὲ [[λωτὸς]] τε ἰδὲ [[θρύον]] ἠδὲ [[κύπειρον]] «[[εἶδος]] πόας, ὁ λεγόμενος [[θρύσις]]» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 351, Ἀριστ. π. Θαυμ. 136, Διόδ. 3. 10· ἴδε [[θρῖον]], ἐν τέλ. ΙΙ. = [[στρύχνος]] [[μανικός]], [[ἴσως]] ὁ [[δηλητηριώδης]], Ὀρφ. Ἀργ. 929, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 6, ([[ἔνθα]] θρύορον διάφ. γρ.), Διοσκ. 4. 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />jonc.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> dhvar « courber », <i>litt.</i> « la plante flexible ». | |||
}} | }} |